γιβράντισμα
(ουσ. ουδ.)
γ̇ιβράνdισμα
[ɣiˈvrandizma]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. κιβραντίζω, όπου και τύπ. γ̇ιβραντίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια του κιβραντίζω 2.
Συνών.
ντέλασμα