ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιβρισίχ (επίθ.) γι̂βρι̂σ̑ι̂́χ [ɣɯvrɯˈʃɯx] Αξ. Από το τουρκ. επίθ. kıvırcık = σγουρός, στριφτός, όπου και διαλεκτ. τύπ. kıvrışık.
Στριφτός : || Παροιμ. T' σ̑κυλιού τ' ουράγια χ̇έκαν ντο 'ζ μέγγενε κι ασ' τα σεράνdα γ̑μέρες ύστερα πάλ' ξέβεν γι̂βρıσ̑ι̂́χ (Του σκυλιού την ουρά την έβαλαν στο μάγγανο και μετά από σαράντα μέρες βγήκε πάλι γυριστή˙ για πεισματάρηδες και αδιόρθωτους ανθρώπους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. πουργουλούς