γιαχμάς
(ουσ. αρσ.)
γιαχμάς
[ʝaxˈmas]
Δίλ., Μισθ.
κακαμάς
[kakaˈmas]
Γούρδ., Μισθ.
Πληθ.
κακαμάδ’
[kakaˈmað]
Ανακ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. yakma = α) κάψιμο β) ως διαλεκτ. σημ., η ασθένεια άνθρακας. Ο τύπ. κακαμάς πιθ. με επίδρ. του ρ. καίω. Ο τύπ. κακαμάδ' με προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -άδι.
2. Γενικότ., ερύθημα, ερεθισμός του δέρματος
ό.π.τ.
:
Φσ̑άχ' βγάλλ’ κακαμάδ’
(Το παιδί βγάζει κοκκινίλες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
μαγιασίλι :2