ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιατρός (ουσ. αρσ.) γιατρός [ʝaˈtros] Μαλακ., Μισθ., Τροχ. Πληθ. γιατρήδοι [ʝaˈtriði] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. ἰατρός· ο τύπ. γιατρός μεσν.
Γιατρός ό.π.τ. : Ιτούρα κρέιξαν να ντου ποίκ’νι γιατρό (Αυτοί ήθελαν να τον κάνουν (σπουδάσουν) γιατρό) Μισθ. Πεθαίνισ̑καν, σα γιατρήδοι δεν πααίνισ̑καν (Πέθαιναν, αλλά στους γιατρούς δεν πήγαιναν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Γιατρό φέρνισκαμ' ασ' το Νίγντε (Γιατρό φέρναμε από τη Νίγδη) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Ούτε αστενάρ' νιγότανε, ούτε γιατρήδοι (Ούτε αρρωστιάρικα γινόντουσαν, ενν. τα παιδιά, ούτε γιατρούς χρειάζονταν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ντοκτόρης, χεκίμης