γιατιρμάς
(ουσ. αρσ.)
γιατιρμάς
[ʝatirˈmas]
Σίλατ.
γιατουρμάς
[ʝaturˈmas]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. yatırma = α) κατάκλιση, βάλσιμο για ύπνο β) ως διαλεκτ. σημ., δημιουργία καταβολάδας.
Για αμπέλι, η δημιουργία καταβολάδας, δηλ. ο πολλαπλασιασμός του φυτού χωρίς να αποκοπεί από τον κορμό, με φύτεμά του στην γη, για να δημιουργήσει νέα ρίζα
ό.π.τ.
:
Κοιμίζουμ' τα κλήματα, κάνουμ' γιατουρμά
(Κοιμίζουμε τα κλήματα, κάνουμε καταβολάδες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κοίμισμα :3