ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιατιρμάς (ουσ. αρσ.) γιατιρμάς [ʝatirˈmas] Σίλατ. γιατουρμάς [ʝaturˈmas] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. yatırma = α) κατάκλιση, βάλσιμο για ύπνο β) ως διαλεκτ. σημ., δημιουργία καταβολάδας.
Για αμπέλι, η δημιουργία καταβολάδας, δηλ. ο πολλαπλασιασμός του φυτού χωρίς να αποκοπεί από τον κορμό, με φύτεμά του στην γη, για να δημιουργήσει νέα ρίζα ό.π.τ. : Κοιμίζουμ' τα κλήματα, κάνουμ' γιατουρμά (Κοιμίζουμε τα κλήματα, κάνουμε καταβολάδες) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. κοίμισμα :3