γιατροσύνη
(ουσ. θηλ.)
γιατροψύμ'
[ʝatroˈpsim]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. γιατροσύνη, το οπ. από το ουσ. γιατρός και το παραγωγ. επίθμ. -οσύνη.
Η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος
Μαλακ.