γιαχίσι
(ουσ. ουδ.)
γιαχίσ̑ι
[ʝaˈçiʃi]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. yakışık = α) καταλληλότητα β) ομορφιά. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. επίθ. yahşi = πολύ όμορφος.
1. Ομορφιά
Συνών.
γκεντσιλίκι, γκιουζελίκι, κελεσλίκι, ομορφιά
2. Ταίριασμα
Συνών.
γιαχιστιέσιμα, ουιτιέσιμα