ουιτιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
ουιτι-έσιμα
[uitie'sima]
Φάρασ.
Από το ρ. ουγιτίζω, όπου και τύπ. ουιτι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα
Ταίριασμα, συμφωνία
Συνών.
γιαχίσι, γιαχιστιέσιμα