ουζουμλούς
(επίθ.)
ουζουμλούς
[uzumˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. üzümlü = αυτὀς που περιέχει σταφύλια.
Αυτός που είναι φτιαγμένος από ή περιέχει σταφύλια
:
Μο το ζωμί φτένκανι ήψημα, γαπαχλούς, ουζουμλούς, ιντσιρλούς κρεσί
(Με τον χυμό (των σταφυλιών) φτιάχνανε πετιμέζι, και κρασί από κολοκύθια, σταφύλια και σύκα)
Φάρασ.
-Παπαδ.