ουγιαντιρντίζω
(ρ.)
ογιανdι̂ρντι̂́ζω
[oʝandɯrˈdɯzo]
Αραβαν.
ογιανdι̂ρντού
[oʝandɯrˈdu]
Ουλαγ.
ογιανdι̂ρού
[oʝandɯˈru]
Ουλαγ.
Αόρ.
ουγιανdούρντι̂σα
[uʝanˈdurdɯsa]
Σίλ.
ουγιάνdι̂ρ'σα
[uˈʝandɯrsa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. uyandırmak = ξυπνώ.
Ξυπνώ κάποιον
ό.π.τ.
:
Ουγιάνdι̂ρσαν το qαρντάσ̑ι τ'
(Ξύπνησαν τον φίλο τους)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το χωριό ούλ-λα ογιαντι̂ρντούμ' ντα
(Ξυπνάμε όλο το χωριό)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025