ουγιαντιρντίζω
(ρ.)
ογιανdι̂ρντι̂́ζω
[oʝandɯrˈdɯzo]
Αραβαν.
ογιανdι̂ρdού
[oʝandɯrˈdu]
Ουλαγ.
ογιανdι̂ρού
[oʝandɯˈru]
Ουλαγ.
Αόρ.
ουγιανdούρντι̂σα
[uʝanˈdurdɯsa]
Σίλ.
ουγιάνdι̂ρ'σα
[uˈʝandɯrsa]
Ουλαγ.
ουγιάνdι̂ρσα
[uˈʝandɯrsa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. uyandırmak = ξυπνώ.
Ξυπνώ κάποιον
ό.π.τ.
:
Ουγιάνdι̂ρσαν το qαρντάσ̑ι τ'
(Ξύπνησαν τον αδελφικό φίλο τους)
Ουλαγ.
-Dawk.