ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουγιαντιρντίζω (ρ.) ογιανdι̂ρντι̂́ζω [oʝandɯrˈdɯzo] Αραβαν. ογιανdι̂ρdού [oʝandɯrˈdu] Ουλαγ. ογιανdι̂ρού [oʝandɯˈru] Ουλαγ. Αόρ. ουγιανdούρντι̂σα [uʝanˈdurdɯsa] Σίλ. ουγιάνdι̂ρ'σα [uˈʝandɯrsa] Ουλαγ. ουγιάνdι̂ρσα [uˈʝandɯrsa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. uyandırmak = ξυπνώ.
Ξυπνώ κάποιον ό.π.τ. : Ουγιάνdι̂ρσαν το qαρντάσ̑ι τ' (Ξύπνησαν τον αδελφικό φίλο τους) Ουλαγ. -Dawk.