ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουζούνης (επίθ.) ουζούνης [uˈzunis] Σίλ. ουζούν [uˈzun] Μισθ., Ουλαγ., Σίλ. Θηλ. ουζούνισσα [uzunisa] Σίλ. Από το τουρκ επίθ. uzun = α) ψηλός β) μακρύς.
1. Ψηλός ό.π.τ. : Ουζούν σερνικός (Ψηλός άνδρας) Μισθ. -Κοτσαν. Πολύ ουζούνης ε' (Είναι πολύ ψηλός) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Έρσ̑ιτι εις οκαλούς ντελι̂́γανους, ουζούν, μποϊλούς (Έρχεται ένας εξαιρετικός νέος, ψηλός, με παράστημα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. μέγας, ντιρέκι, ξυμυτός :3, ψηλός
2. Μακρύς Ουλαγ. : Απ' τα ουζούνια τ' ντα μαλλιά έκοψε 'να τέλ' (Απ' τα μακρυά μαλλιά της έκοψε μιά τρίχα) Ουλαγ. -Κεσ.