ουζούνης
(επίθ.)
ουζούνης
[uˈzunis]
Σίλ.
ουζούν
[uˈzun]
Μισθ., Ουλαγ., Σίλ.
Θηλ.
ουζούνισσα
[uzunisa]
Σίλ.
Από το τουρκ επίθ. uzun = α) ψηλός β) μακρύς.
1. Ψηλός
ό.π.τ.
:
Ουζούν σερνικός
(Ψηλός άνδρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πολύ ουζούνης ε'
(Είναι πολύ ψηλός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Έρσ̑ιτι εις οκαλούς ντελι̂́γανους, ουζούν, μποϊλούς
(Έρχεται ένας εξαιρετικός νέος, ψηλός, με παράστημα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
μέγας, ντιρέκι, ξυμυτός :3, ψηλός
2. Μακρύς
Ουλαγ.
:
Απ' τα ουζούνια τ' ντα μαλλιά έκοψε 'να τέλ'
(Απ' τα μακρυά μαλλιά της έκοψε μιά τρίχα)
Ουλαγ.
-Κεσ.