ουιτίζω
(ρ.)
ουγιτίζω
[uʝi'tizo]
Μαλακ.
ουιdίζου
[uiˈdizu]
Μισθ.
ουιτι-έω
[uitiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
ουτιέσα
[utiˈesa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. uymak= α) ταιριάζω β) προσαρμόζομαι γ) συμφωνώ δ) αποδέχομαι καθοδήγηση. Εσφαλμένη η ετυμολόγηση του Dawkins (1915: 630) από το ρ. tutmak = κρατώ.
1. Ταιριάζω
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Του σπιτού τ' όργον σο ρουσ̑ί τζ̑ο ουτι-έ· του ρουσ̑ού τ’ όργον στο σπίτι τζ̑ο ουτιέ
(Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει· του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει˙ δεν είναι όλες οι περιστάσεις όμοιες, η καθεμία θέλει διαφορετική αντιμετώπιση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιακουστίζω :1
2. Συμφωνώ, συναινώ
ό.π.τ.
:
Mαdέμκι τζ̑ο ουτιέμε, χ̇ίτα ραδέ να υπάμε να ντανισ̑ευτούμε
(Εφόσον δεν συμφωνούμε, τρέχα λοιπόν να πάμε να συμβουλευτούμε κάποιον)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πβ.
γαΐλης, ραζής
3. Ακούω κάποιον, καθοδηγούμαι από κάποιον
Φάρασ.
:
Ουτιέσε σ’ ναίκας τα γκατζ̑ία
(Άκουσε της γυναίκας τα λόγια)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Του ουτϊέ 'ς χώρας τα κατζ̑ία, ισάνι τζ̑ου ' ίνεται
(Όποιος ακούει τα λόγια του ενός και του άλλου, άνθρωπος δεν γίνεται˙ δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από τις γνώμες του κόσμου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ακούω :2
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025