ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουγιτίζω (ρ.) ουγιτίζω [uʝi'tizo] Μαλακ. ουιdίζου [uiˈdizu] Μισθ. ουιτι-έω [uitiˈeo] Φάρασ. Εν. Αόρ. γ΄ ουτιέσε [utiˈese] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. uymak= α) ταιριάζω β) προσαρμόζομαι γ) συμφωνώ δ) αποδέχομαι καθοδήγηση και τα παραγωγ. επίθμ. -ίζω ή -εύω.
1. Ταιριάζω Φάρασ. : || Παροιμ. Του σπιτοϋ τ' όργον σο ρουσ̑ί τζ̑ο ουτϊέ· του ρουσοϋ τ’ όργον στο σπίτι τζ̑ο ουτιέ (Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει· του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει˙ Δεν είναι όλες οι περιστάσεις όμοιες, η κάθε μία θέλει διαφορετική αντιμετώπιση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιακουστίζω
2. Συμφωνώ, συναινώ ό.π.τ. : Mαdέμκι τζ̑ο ουτιέμε, χ̇ίτα ραδέ να υπάμε να dανισ̑ευτούμε (Εφόσον δεν συμφωνούμε, τρέχα λοιπόν να πάμε να συμβουλευτούμε κάποιον) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
3. Ακούω κάποιον, καθοδηγούμαι από κάποιον Φάρασ. : Ουτιέσε σ’ ναίκας τα γκαντζ̑ία (Άκουσε της γυναίκας τα λόγια) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Του ούτϊε 'ς χώρας τα κατζ̑ία, ίσάνι τζ̑ου ' ίνεται (Όποιος ακούει τα λόγια του ενός και του άλλου, άνθρωπος δεν γίνεται˙ Δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από τις γνώμες του κόσμου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.