ουγιτίζω
(ρ.)
ουγιτίζω
[uʝi'tizo]
Μαλακ.
ουιdίζου
[uiˈdizu]
Μισθ.
ουιτι-έω
[uitiˈeo]
Φάρασ.
Εν. Αόρ. γ΄
ουτιέσε
[utiˈese]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. uymak= α) ταιριάζω β) προσαρμόζομαι γ) συμφωνώ δ) αποδέχομαι καθοδήγηση και τα παραγωγ. επίθμ. -ίζω ή -εύω.
1. Ταιριάζω
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Του σπιτοϋ τ' όργον σο ρουσ̑ί τζ̑ο ουτϊέ· του ρουσοϋ τ’ όργον στο σπίτι τζ̑ο ουτιέ
(Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει· του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει˙ Δεν είναι όλες οι περιστάσεις όμοιες, η κάθε μία θέλει διαφορετική αντιμετώπιση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιακουστίζω
2. Συμφωνώ, συναινώ
ό.π.τ.
:
Mαdέμκι τζ̑ο ουτιέμε, χ̇ίτα ραδέ να υπάμε να dανισ̑ευτούμε
(Εφόσον δεν συμφωνούμε, τρέχα λοιπόν να πάμε να συμβουλευτούμε κάποιον)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
3. Ακούω κάποιον, καθοδηγούμαι από κάποιον
Φάρασ.
:
Ουτιέσε σ’ ναίκας τα γκαντζ̑ία
(Άκουσε της γυναίκας τα λόγια)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Του ούτϊε 'ς χώρας τα κατζ̑ία, ίσάνι τζ̑ου ' ίνεται
(Όποιος ακούει τα λόγια του ενός και του άλλου, άνθρωπος δεν γίνεται˙ Δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από τις γνώμες του κόσμου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.