ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουζαντίζω (ρ.) ουζανdι̂́ζω [uzan'dɯzo] Αραβαν., Μαλακ. ουζανdίζου [uzan'dizu] Μισθ. ουζατίζω [uzaˈtizo] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ. ουζαντώ [uzanˈdo] Ποτάμ. ουζανdού [uzan'du] Ουλαγ. ουζατώ [uzaˈto] Σίλ., Φλογ. Από το τουρκ. ρ. uzanmak = α) εκτείνομαι, προεκτείνομαι β) τεντώνομαι γ) ξαπλώνομαι.
1. Απλώνω το χέρι μου για να πιάσω κάτι, εκτείνομαι ό.π.τ. : Ουζάντα ντου χέρι σ' τσι πιάσ' ντου ράμα (Άπλωσε το χέρι σου και πιάσε το σχοινί ) Μισθ. -Κοτσαν. Ουζάνσε να φάει ντο μήλο (Άπλωσε το χέρι του να φάει το μήλο) Ουλαγ. -Dawk. «Aπεδά σο τυρπί ουζάτα ιμιά το πουδάρι σ' κι ας το τρανήσω», 'πεν, και λύκος ουζάτ'σεν το («Άπλωσε λίγο το ποδάρι σου μέσα από την τρύπα εδώ, κι ας το δω», είπε, και ο λύκος το άπλωσε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Ουζατ-τά τσ̑η ως γιαρί γιολού, νους της έρσ̑ιτι 'ς κεφάλιν τσ̑ης (Tην απλώνει, την κατεβάζει ως τα μισά του βάθους,
αυτή συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά)
Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Ξαπλώνομαι Αραβαν., Μαλακ.
3. Πέφτω άρρωστος, αρρωσταίνω Ποτάμ. : Να ντεβριλντάς και να ουζαντάς (Nα πέφτεις κάτω και να αρρωσταίνεις· αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327