ουζαντίζω
(ρ.)
ουζανdι̂́ζω
[uzan'dɯzo]
Αραβαν., Μαλακ.
ουζανdίζου
[uzan'dizu]
Μισθ.
ουζατίζω
[uzaˈtizo]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
ουζαντώ
[uzanˈdo]
Ποτάμ.
ουζανdού
[uzan'du]
Ουλαγ.
ουζατώ
[uzaˈto]
Σίλ., Φλογ.
Αόρ.
ουζάν'σα
[uʹzansa]
Ουλαγ.
ουζάτ'σα
[uʹzatsa]
Μαλακ., Ουλαγ., Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. uzanmak = α) εκτείνομαι, προεκτείνομαι β) τεντώνομαι γ) ξαπλώνω και uzatmak = μτβ., απλώνω ή τεντώνω κάτι.
1. Απλώνω το χέρι μου για να πιάσω κάτι, εκτείνομαι
ό.π.τ.
:
Ουζάνσε να φάει ντο μήλο
(Άπλωσε το χέρι του να φάει το μήλο)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ουζάτσε dο χέρι τ' παιγιού ντα μαλλιά
(Άπλωσε το χέρι της στα μαλλιά του αγοριού)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ουζάντα ντου χέρι σ' τσι πιάσ' ντου ράμμα
(Άπλωσε το χέρι σου και πιάσε το σχοινί )
Μισθ.
-Κοτσαν.
«Aπεδά σο τυρπί ουζάτα ιμιά το πουδάρι σ' κι ας το τρανήσω», 'πεν, και λύκος ουζάτ'σεν το
(«Άπλωσε λίγο το ποδάρι σου μέσα από την τρύπα εδώ, κι ας το δω», είπε, και ο λύκος το άπλωσε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τό 'να ουζατά με το αναδότ' γιά με το δεκράν' και τ' άλλο χτίν'
(Ο ένας απλώνει με το δίχαλο ή το δικράνι τα δεμάτια και ο άλλος τα στοιβάζει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Ασμ.
Ουζατ-τά τσ̑η ως γιαρί γιολού, νους της έρσ̑ιτι 'ς κεφάλιν τσ̑ης
(Εκτείνει το σκοινί και την κατεβάζει ως τα μισά του βάθους,
αυτή συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά) Σίλ. -Κωστ.Σ.
αυτή συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Ξαπλώνω
Αραβαν., Μαλακ.
3. Πέφτω άρρωστος στο κρεβάτι, αρρωσταίνω
Ουλαγ., Ποτάμ.
:
Να ντεβριλντάς και να ουζαντάς
(Nα πέφτεις κάτω και να αρρωσταίνεις· αρά)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Ντρανά κι ουζάν'σε, χάε
(Βλέπει ότι έπεσε κάτω άρρωστος, πέθανε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025