ουγιούζης
(επίθ.)
ουγιούζης
Σίλ.
Ουδ.
ουγιούζι
[uˈʝuzi]
Σίλ.
ουγιούζ
[uˈʝuz]
Ανακ., Αραβ.
Από το τουρκ. ουσ. uyuz = α) φαγούρα β) ψώρα γ) ως επίθ., ψωριάρης.
1. Ως ουσ., ψώρα
ό.π.τ.
:
Από το ουγιούζ πολύ φόβο έχισκαμ’
(Την ψώρα την φοβόμασταν πολύ)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Τέκνους μας σάπιτσι ουγιούζι
(To παιδί μας κόλλησε ψώρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6