ουγιούζι
(ουσ. ουδ.)
ουγιούζ'
[uˈʝuz]
Ανακ., Αραβ.
ουγιούζι
[uˈʝuzi]
Σίλ.
ουγιούζης
[uˈʝuzis]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. uyuz = α) φαγούρα β) ψώρα γ) ως επίθ., ψωριάρης.
1. Ως ουσ., ψώρα
ό.π.τ.
:
Από το ουγιούζ' πολύ φόβο έχισκαμ’
(Την ψώρα την φοβόμασταν πολύ)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Τέκνους μας σάπιτσι ουγιούζι
(To παιδί μας κόλλησε ψώρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
β.
Μτφ., κακή συνήθεια
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 23/07/2025