ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουγιούζι (ουσ. ουδ.) ουγιούζ' [uˈʝuz] Ανακ., Αραβ. ουγιούζι [uˈʝuzi] Σίλ. ουγιούζης [uˈʝuzis] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. uyuz = α) φαγούρα β) ψώρα γ) ως επίθ., ψωριάρης.
1. Ως ουσ., ψώρα ό.π.τ. : Από το ουγιούζ' πολύ φόβο έχισκαμ’ (Την ψώρα την φοβόμασταν πολύ) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Τέκνους μας σάπιτσι ουγιούζι (To παιδί μας κόλλησε ψώρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
β. Μτφ., κακή συνήθεια Μισθ.
2. Ως επίθ., ψωριάρης Σίλ. : Ουγιούζης σκούνdους (Ψωριάρης σκύλος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ψωριάρης
Τροποποιήθηκε: 23/07/2025