ότιχαλα
(επίρρ.)
ότ͑ίχαλα
[ˈotʰixala]
Αξ.
ότσιγαλ'
[ˈotsiɣal]
Γούρδ.
ότσ̑ιγαλ'
[ˈotʃiɣal]
Αραβαν.
ότιαλα
[ˈotiala]
Μισθ.
ότιαλ'
[ˈotial]
Μισθ.
ότιλαα
[ˈotilaa]
Ουλαγ.
ότ'λαα
[ˈotlaa]
Ουλαγ.
ότσ̑ιχαλο
[ˈotʃixalo]
Τελμ.
ότ'λαγα
['otlaɣa]
Ουλαγ., Φλογ.
ότ'λαχα
[ˈotlaxa]
Σεμέντρ.
Από την αντων. ό,τι και το υποθετ. μόρ. χαλά. Ο τύπος σε -ο ίσως αναλογ. προς το τίχαλο. Το ότιαλα με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [x]. Στο ότιλαα ακολούθησε μετάθ. του [l], ενώ στο ότ'λαα αποβλήθηκε και το άτονο [i].
1. Όπως
ό.π.τ.
:
Ότ͑ιχαλα κόφτ' το μελόζ ους μποίκε το
(Όπως κόβει το μυαλό σου, κάν' το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ότσ̑ίχαλο μας τα είπεν βαβά μας, άμε, φέρε λαγούδια
(Όπως μας τα είπε ο πατέρας μας, άντε, φέρε λαγούς)
Τελμ.
-Dawk.
Ήφερε, ότσ̑ιγαλ' το ζάισ̑κε ολονμέρ', σο κορίσ̑' γεμέκ'
(Έφερε, όπως έκανε κάθε μέρα, στο κορίτσι φαγητό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ότιαλα κρεύ' σ̑άν'
(Ό,τι θέλει κάνει)
Μισθ.
-Φατ.
Ότιαλ' κρεύεις ισύ ούτσ̑α μποίκουμ'
(Όπως θέλεις εσύ έτσι κάνουμε )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εμέ ότιλαα έπ'κετ' με, νο'ο ποίκειτ' ένα οΰν'
(Όπως κάνατε με μένα, να του κάνετε ένα παιχνίδι (να τον ξεγελάσετε))
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ότ'λαα κρέεις ούτσ̑α ας ντο π'κόμ'
(Όπως θέλεις έτσι ας το κάνουμε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Νταρά ούτσ̑α ότιαλ δα δηλώνουμ δέ νει ότιαλ αβαλντάν
(Τώρα έτσι όπως τα δηλώνουμε δέν είναι όπως παλιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ότ'λαχα κρεύεις
(Όπως θέλεις)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Συνών.
κατά, νάχαλα, ως
2. Ό,τι λογής
Αραβαν., Γούρδ.
3. Μόλις
Αξ., Ουλαγ.
:
Ότ'λαα πήαμ', γκοβαλάτ'σ̑αν μας
(Μόλις πήγαμε μας έδιωξαν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ότ'λαγα γκαι το ντώκεν έρ'ψεν ντο κάτω
(Μόλις που τον χτύπησε τον έρριξε κάτω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ιτσ̑ά ότ'λαα άκουσαν, ϋρκελένσαν
(Μόλις το άκουσαν, τρομοκρατήθηκαν)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
άμα, μπαραμπάρια, σαμού, χεμέν