ότιχαλα
(επίρρ.)
ότιλαα
[ˈotilaa]
Ουλαγ.
ότ'λαγα
['otlaɣa]
Ουλαγ., Φλογ.
ότ'λαα
[ˈotlaa]
Ουλαγ.
ότ'λαχα
[ˈotlaxa]
Σεμέντρ., Φλογ.
ότ͑ιχαλα
[ˈotʰixala]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ.
ότιαλα
[ˈotiala]
Μισθ.
ότιαλ’
[ˈotial]
Μισθ.
ότσ̑ιγαλ’
[ˈotʃiɣal]
Αραβαν., Γούρδ.
ότσ̑ιχαλο
[ˈotʃixalo]
Τελμ.
Από την νεότ. φρ. ό,τι λογής = ό,τι είδους (Mackridge 2021: 36), με κατοπινή αντικατάσταση της λ. λογής από το τουρκ. ουσ. hal = είδος, ποιότητα, κατάσταση, με επίδρ. και του τουρκ. ερωτηματ. επιρρ. nahala = τι είδους, τι λογής. Η λ. και Πόντ. (Παπαδόπουλος 1958-1961, λλ. ότιλεα, ότιλεος, ότιλοης).
Πβ.
νάχαλα,
τίχαλα,
χάλι
1. Όπως
ό.π.τ.
:
Εμέ ότιλαα έπ'κετ' με, νο'ο ποίκειτ' ένα οΰν'
(Όπως κάνατε με μένα, να του κάνετε ένα παιχνίδι (να τον ξεγελάσετε))
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ότ'λαα κρέεις ούτσ̑α ας ντο π'κώμ'
(Όπως θέλεις έτσι ας το κάνουμε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ότ͑ιχαλα κόφτ' το μελόζ-ου-σ' μποίκε το
(Όπως κόβει το μυαλό σου, κάν' το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τράναναν ότιχαλα τρώγ' η Πεντάμορφη έτρωγαν κι εκείνες
(Κοίταζαν και όπως έτρωγε η Πεντάμορφη έτρωγαν κι εκείνες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ότσ̑ίχαλο μας τα είπεν βαβά μας, άμε, φέρε λαγούδια
(Όπως μας τα είπε ο πατέρας μας, άντε, φέρε λαγούς)
Τελμ.
-Dawk.
Ήφερε, ότσ̑ιγαλ’ το ζάισ̑κε ολονμέρ', σο κορίσ̑' γεμέκ'
(Έφερε, όπως έκανε κάθε μέρα, στο κορίτσι φαγητό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ότιαλα κρεύ' σ̑άν'
(Ό,τι θέλει κάνει)
Μισθ.
-Φατ.
Ότιαλ’ κρεύεις ισύ ούτσ̑α μποίκουμ'
(Όπως θέλεις εσύ έτσι κάνουμε )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νταρά ούτσ̑α ότιαλ' δα δηλώνουμ δέ 'νι ότιαλ' αβαλντάν
(Τώρα έτσι όπως τα δηλώνουμε δεν είναι όπως παλιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ότ'λαχα κρεύεις
(Όπως θέλεις)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Ούτσα ότιαλ' δα λες, ούτσα ότιαλ' δα λες
(Έτσι όπως τα λες, έτσι όπως τα λες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
κατά, νάχαλα, τζας :2
2. Ό,τι λογής
Αραβαν., Γούρδ.
3. Μόλις, όταν
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
:
Ότ'λαα πήαμ', γκοβαλάτ'σ̑αν μας
(Μόλις πήγαμε μας έδιωξαν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Οτ'λαα dα χιώρσε dο πατισάχ, «ιτσ̑ά πούι dα γ-ήυρις;» έπε
(Μόλις τα είδε ο βασιλιάς είπε «αυτά πού τα βρήκες;»)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ότ'λαγα γκαι το ντώκεν έρρ'ψεν ντο κάτω
(Μόλις που τον χτύπησε τον έρριξε κάτω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ούτσ̑α ότλαγα λάλ'σε, ήρτε ένα κανείς και έπε
(Μόλις είπε αυτά τα λόγια, ήρθε κάποιος και είπε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντο κορίσ̑' ότλα dα χώρ'σε dα qαρdάσ̑α τ', έμαέν dα
(Το κορίτσι, όταν είδε τα αδέλφια της, τα αναγνώρισε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ιτσ̑ά ότ'λαα άκουσαν, ϋρκελένσαν
(Μόλις το άκουσαν, τρομοκρατήθηκαν)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ότ'λαα να φαϊσ' καμπάνα, γιάφτου τρία κεριά
(Μόλις χτυπήσει η καμπάνα, ανάβουν τρία κεριά)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Δείχνουν το σο τζιφτζής κι ικείνο «ετό ’ναι» λέει ότλαχα το είδεν
(Το δείχνουν στο γεωργό κι εκείνος λέει «αυτός είναι» μόλις το είδε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ντετσ̑ού ότιαλα πήα ράντσ̑α δου μι α μάτια μ'
(Όταν πήγα εκεί τα είδα με τα μάτια μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
άμα, μπαραμπάρια, σαμού, χεμέν
Τροποποιήθηκε: 21/07/2025