οτεπεριτσής
(ουσ. αρσ.)
οτεπεριτσ̑ής
[oteperiˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. öteberici = γυρολόγος.
Γυρολόγος
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024