ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όστις (αντων.) όστσ̑ις [ˈostʃis] Αραβαν. ότις [ˈotis] Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φάρασ. ότσ̑ις [ˈotʃis] Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. Γεν. Εν. ότινος [ˈotinos] Ουλαγ. ότινους [ˈotinus] Μαλακ., Μισθ. όνdουνους [ˈondunus] Φάρασ. ότουνους [ˈotunus] Ανακ. όνσουνους [ˈonsunus] Φάρασ. Αιτ. Εν. όνdινα Φάρασ. ότινα [ˈotina] Μισθ., Ουλαγ. ότσ̑ινα [ˈotʃina] Αραβαν. ονσέτινα [onˈsetina] Φάρασ. Ουδ. ό,τι [ˈoti] Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. ό,τ' [ot] Μισθ., Φλογ. ό,τσ̑ι [ˈotʃi] Αραβαν., Τελμ. Aπό την αρχ. αντων. ὅστις. Ο τύπ. ὅτις μεσν. (CGMG: 1155-1157). Ο τύπ. αιτ. ονσέτινα με παρεμβολή της πρόθ. εις. Πβ. ονταποίο
1. Αόριστη αναφορ. αντωνυμία, όποιος, οποιοσδήποτε ό.π.τ. : Ότις κρεύ' ας έρτ' (Όποιος θέλει ας έρθει) Ουλαγ. -Κεσ. Ότις έρεται, με ντο λερό τρία φοράς πλύν’ ντο χαράη τ’ (Όποιος έρχεται, πλένει με το νερό τρεις φορές το πρόσωπό του) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ότις πιένει μασ̑αίρι, 'α κοπούν τα σ̑έρε του (Όποιος πιάνει μαχαίρι, θα κοπούν τα χέρια του) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Ότις ντου ηύριν ας ντου ντώκ' (Όποιος το βρήκε ας το δώσει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ότις κρεύ' ας έρθ' να φορτώσ' (Όποιος θέλει ας έρθει να φορτώσει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ότις τσείι λίου ατός, έχ' δου μελό τ' σου τόπου τ' (Όποιος είναι λίγο τέτοιος, έχει το μυαλό του στον τόπο του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ότσ̑ιζ βρέρη ομbρό τ' παρτσ̑αλάτσεν ντο (Όποιος βρέθηκε μπροστά του, τον κομμάτιασε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ότινους φορτσ̑ές να πάου να πλύνου ήδουν, λε, σάλνταναμ' μι, πλύνισκα (Οποιανού φορεσιές ήταν να πάω να πλύνω, λέει, με έστελναν, έπλενα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Με ότινα κρεύ'ς έλα (Έλα με όποιον θες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ό,τι λε μάνα τ' σ̑άν' ντου (Ό,τι λέει η μάνα του το κάνει) Μισθ. -Φατ. Ό,τ͑ι να μποίκ'νε αζ μποίκ'νε (Ό,τι είναι να κάνουνε ας κάνουνε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήραμε ό,τι κειόταν ιλαζίμια (Πήραμε ό,τι ήταν απαραίτητο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Έπ'κε ό,τσ̑ι το είπε το γιόρος (Έκανε ό,τι του είπε ο γέρος) Αραβαν. -Φωστ. Ο ξένος κόσμος έν' κακός και ό,τι θέλ' λέγ' (Οι ξένοι άνθρωποι είναι κακοί και λένε ό,τι θέλουν) Σινασσ. -Τακαδόπ. Σε περικαλώ Μιμίκο μ', ό,τι ποίκεις ποίκε, τοπλατίστ' και σήκω κι έλα (Σε παρακαλώ Μιμίκο μου, κάνε ό,τι κάνεις, μάζευ'τα και σήκω κι έλα) Σινασσ. -Λεύκωμα || Φρ. Ότουνους το μάτ' ματιάζ' (Όποιουδήποτε το μάτι ματιάζει˙ Το μάτι όλου του κόσμου κάνει κακό) Ανακ. -Cost. || Παροιμ. Ό,τι 'α βρέξει 'ς κατεβάσει (Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει˙ Δήλωση αδιαφορίας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ό,τσ̑ι βρέξ̑' ας κατεβάσ̑' (Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ότις πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δύο φορέδες (Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δυο φορές˙ Το ξένο είναι πιο γλυκό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Βερεσι-έρια ό,τσ̑ις πγίν' κρασ̑ί, ερυό φαράς μερύσ̑' (Βερεσέ όποιος πίνει κρασί, δυο φορές μεθά˙ Το ξένο είναι πιο γλυκό) -Φωστ.-Κεσ. Ότις ντεν έχ' μελό, έχ' πτάρια (Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια˙ Η απερισκεψία ή βλακεία προκαλεί επιπλέον κόπους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ότις αρατίζει το περίντζι χάνει τζ̑αι του σπιτού το πελγούρι (Όποιος επιζητεί το ρύζι, χάνει και του σπιτιού το πληγούρι˙ Όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και τα λίγα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Όνdουνους κορίτσι ’α πάρει, να ‘κούσει το σάσι τ’ς τσ̑αι σέρουν ν'dα πάρει (οποιανού κορίτσι θα πάρει, ν’ ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει˙ πριν παντρευτεί κάποιος πρέπει να γνωρίζει έστω και λίγο έστω και λίγο την μέλλουσα σύζυγό του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Όνdουνους θύρι ’α δώσ’, ’α δωσουν τσ̑αι το σον ντο θύρι (οποιανού πόρτα χτυπήσεις, θα χτυπήσουν και τη δική σου πόρτα˙ ό,τι κάνεις θα το πάθεις ο ίδιος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ονσέτινα 'α 'νοίξεις γουί, 'α 'νοίξουν τσ̑αι το σον (Σε όποιον θα ανοίξεις λάκκο, θα ανοίξουν και το δικό σου˙ Αυτός που ανοίγει τον λάκκο του άλλου, θα τιμωρηθεί με τον ίδιο τρόπο από άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ό,τι σ̑άνεις, εκείνο ηυρίσ̑κεις (Ό,τι κάνεις, εκείνο βρίσκεις˙ οι καλές και οι κακές πράξεις ανταποδίδονται ανάλογα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ονταποίο, όποιος, όπου
2. Συνοδευόμενο από τον συνδ. και, εισάγει αναφορ. παραχωρητ. προτάσεις Γούρδ., Τελμ. : Και το παιδί, ό,τσ̑ι και είπεν ντο το άλογο, αούτσ̑α ποίκεν ντο (Και το παιδί, ό,τι και να του είπε το άλογο, έτσι το έκανε) Τελμ. -Dawk. Ότσ̑ις κι αν έν', έμπη απέσω, όξω τσ̑ί φυλέκνει; (Όποιος κι αν είναι ας μπει μέσα, έξω τι περιμένει;) Γούρδ. -Καράμπ. Ό,τι κι αν φκιάνεις να με ντανιστάς ομπρό (Ό,τι κι αν κάνεις να με συμβουλεύεσαι πρώτα) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. αν, και, Πβ. κιαν, Συνών. τις
3. Με τον άκλιτο τύπ. ουδ. ότι, αναφορική αντωνυμία, ο οποίος, που Φλογ. : Ύστερα πήγαν σ' ένα ότ' πουλεί λαγήνια και qόρασαν ένα λαγήν' (Ύστερα πήγαν σε έναν που πουλάει λαγήνια, και αγόρασαν ένα λαγήνι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025