όστις
(αντων.)
όστσ̑ις
[ˈostʃis]
Αραβαν.
ότις
[ˈotis]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φάρασ.
ότσ̑ις
[ˈotʃis]
Αραβαν., Γούρδ., Τελμ.
Γεν. Εν.
ότινος
[ˈotinos]
Ουλαγ.
ότινους
[ˈotinus]
Μαλακ., Μισθ.
όνdουνους
[ˈondunus]
Φάρασ.
ότουνους
[ˈotunus]
Ανακ.
όνσουνους
[ˈonsunus]
Φάρασ.
Αιτ. Εν.
όνdινα
Φάρασ.
ότινα
[ˈotina]
Μισθ., Ουλαγ.
ότσ̑ινα
[ˈotʃina]
Αραβαν.
ονσέτινα
[onˈsetina]
Φάρασ.
Ουδ.
ό,τι
[ˈoti]
Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
ό,τ'
[ot]
Μισθ., Φλογ.
ό,τσ̑ι
[ˈotʃi]
Αραβαν., Τελμ.
Aπό την αρχ. αντων. ὅστις. Ο τύπ. ὅτις μεσν. (CGMG: 1155-1157). Ο τύπ. αιτ. ονσέτινα με παρεμβολή της πρόθ. εις.
Πβ.
ονταποίο
1. Αόριστη αναφορ. αντωνυμία, όποιος, οποιοσδήποτε
ό.π.τ.
:
Ότις κρεύ' ας έρτ'
(Όποιος θέλει ας έρθει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ότις έρεται, με ντο λερό τρία φοράς πλύν’ ντο χαράη τ’
(Όποιος έρχεται, πλένει με το νερό τρεις φορές το πρόσωπό του)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ότις πιένει μασ̑αίρι, 'α κοπούν τα σ̑έρε του
(Όποιος πιάνει μαχαίρι, θα κοπούν τα χέρια του)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ότις ντου ηύριν ας ντου ντώκ'
(Όποιος το βρήκε ας το δώσει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ότις κρεύ' ας έρθ' να φορτώσ'
(Όποιος θέλει ας έρθει να φορτώσει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ότις τσείι λίου ατός, έχ' δου μελό τ' σου τόπου τ'
(Όποιος είναι λίγο τέτοιος, έχει το μυαλό του στον τόπο του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ότσ̑ιζ βρέρη ομbρό τ' παρτσ̑αλάτσεν ντο
(Όποιος βρέθηκε μπροστά του, τον κομμάτιασε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ότινους φορτσ̑ές να πάου να πλύνου ήδουν, λε, σάλνταναμ' μι, πλύνισκα
(Οποιανού φορεσιές ήταν να πάω να πλύνω, λέει, με έστελναν, έπλενα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Με ότινα κρεύ'ς έλα
(Έλα με όποιον θες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ό,τι λε μάνα τ' σ̑άν' ντου
(Ό,τι λέει η μάνα του το κάνει)
Μισθ.
-Φατ.
Ό,τ͑ι να μποίκ'νε αζ μποίκ'νε
(Ό,τι είναι να κάνουνε ας κάνουνε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήραμε ό,τι κειόταν ιλαζίμια
(Πήραμε ό,τι ήταν απαραίτητο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Έπ'κε ό,τσ̑ι το είπε το γιόρος
(Έκανε ό,τι του είπε ο γέρος)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ο ξένος κόσμος έν' κακός και ό,τι θέλ' λέγ'
(Οι ξένοι άνθρωποι είναι κακοί και λένε ό,τι θέλουν)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Σε περικαλώ Μιμίκο μ', ό,τι ποίκεις ποίκε, τοπλατίστ' και σήκω κι έλα
(Σε παρακαλώ Μιμίκο μου, κάνε ό,τι κάνεις, μάζευ'τα και σήκω κι έλα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Φρ.
Ότουνους το μάτ' ματιάζ'
(Όποιουδήποτε το μάτι ματιάζει˙ Το μάτι όλου του κόσμου κάνει κακό)
Ανακ.
-Cost.
|| Παροιμ.
Ό,τι 'α βρέξει 'ς κατεβάσει
(Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει˙ Δήλωση αδιαφορίας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ό,τσ̑ι βρέξ̑' ας κατεβάσ̑'
(Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ότις πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δύο φορέδες
(Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δυο φορές˙ Το ξένο είναι πιο γλυκό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Βερεσι-έρια ό,τσ̑ις πγίν' κρασ̑ί, ερυό φαράς μερύσ̑'
(Βερεσέ όποιος πίνει κρασί, δυο φορές μεθά˙ Το ξένο είναι πιο γλυκό)
-Φωστ.-Κεσ.
Ότις ντεν έχ' μελό, έχ' πτάρια
(Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια˙ Η απερισκεψία ή βλακεία προκαλεί επιπλέον κόπους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ότις αρατίζει το περίντζι χάνει τζ̑αι του σπιτού το πελγούρι
(Όποιος επιζητεί το ρύζι, χάνει και του σπιτιού το πληγούρι˙ Όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και τα λίγα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Όνdουνους κορίτσι ’α πάρει, να ‘κούσει το σάσι τ’ς τσ̑αι σέρουν ν'dα πάρει
(οποιανού κορίτσι θα πάρει, ν’ ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει˙ πριν παντρευτεί κάποιος πρέπει να γνωρίζει έστω και λίγο έστω και λίγο την μέλλουσα σύζυγό του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Όνdουνους θύρι ’α δώσ’, ’α δωσουν τσ̑αι το σον ντο θύρι
(οποιανού πόρτα χτυπήσεις, θα χτυπήσουν και τη δική σου πόρτα˙ ό,τι κάνεις θα το πάθεις ο ίδιος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ονσέτινα 'α 'νοίξεις γουί, 'α 'νοίξουν τσ̑αι το σον
(Σε όποιον θα ανοίξεις λάκκο, θα ανοίξουν και το δικό σου˙ Αυτός που ανοίγει τον λάκκο του άλλου, θα τιμωρηθεί με τον ίδιο τρόπο από άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ό,τι σ̑άνεις, εκείνο ηυρίσ̑κεις
(Ό,τι κάνεις, εκείνο βρίσκεις˙ οι καλές και οι κακές πράξεις ανταποδίδονται ανάλογα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ονταποίο, όποιος, όπου
2. Συνοδευόμενο από τον συνδ. και, εισάγει αναφορ. παραχωρητ. προτάσεις
Γούρδ., Τελμ.
:
Και το παιδί, ό,τσ̑ι και είπεν ντο το άλογο, αούτσ̑α ποίκεν ντο
(Και το παιδί, ό,τι και να του είπε το άλογο, έτσι το έκανε)
Τελμ.
-Dawk.
Ότσ̑ις κι αν έν', έμπη απέσω, όξω τσ̑ί φυλέκνει;
(Όποιος κι αν είναι ας μπει μέσα, έξω τι περιμένει;)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ό,τι κι αν φκιάνεις να με ντανιστάς ομπρό
(Ό,τι κι αν κάνεις να με συμβουλεύεσαι πρώτα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
αν, και, Πβ.
κιαν, Συνών.
τις
3. Με τον άκλιτο τύπ. ουδ. ότι, αναφορική αντωνυμία, ο οποίος, που
Φλογ.
:
Ύστερα πήγαν σ' ένα ότ' πουλεί λαγήνια και qόρασαν ένα λαγήν'
(Ύστερα πήγαν σε έναν που πουλάει λαγήνια, και αγόρασαν ένα λαγήνι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025