ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όπου (επίρρ.) όπου [ˈopu] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ. οπού [oˈpu] Αξ., κ.α., Ποτάμ., Σίλ. οπ' [op] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ. οφ' [of] Ουλαγ. που [pu] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. Αρχ. επίρρ. ὅπου. Ο τύπ. οπού μεσν.
1. Τοπικό αναφορικό επίρρ., όπου, στο μέρος που ό.π.τ. : Ετό είχαν ντο σον dόπο όπου τσ̑αλίσ̑τειναν (Αυτό (ενν. το κουτί) το κράτησαν στον τόπο όπου δούλευαν) Σίλ. -Dawk. Εδώ που ήρτες, εδώ είναι ένα ντέφ' (Εδώ που ήρθες, εδώ είναι ένα τέρας) Σίλατ. -Dawk. Να μετανοήσ'τε όπου να πάτ', ήλεαν Τούρκα (Θα μετανιώσετε εκεί που θα πάτε, έλεγαν οι Τούρκοι) Ανακ. -Cost. Πήγαν σ’ ένα άλλου τόπους, που καθούτανι βασιλέγας (Πήγαν σ' έναν άλλο τόπο, όπου καθόταν ο βασιλιάς) Μαλακ. -Dawk. Έδειξιν του τόπου που ήσανdι τα πράματα (Έδειξε τον τόπο όπου ήταν τα πράγματα) Μαλακ., Αξ. -Dawk. Δώκεν όνομα στο χαβιαράδικο που δουλεύ' (Έβγαλε καλό όνομα στο χαβιαράδικο όπου δουλεύει) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. οπούθε, οπούταν, τσάπου :1
β. Τοπικό αναφορικό αοριστολογικό επίρρημα, όπου κι αν, οπουδήποτε ό.π.τ. : Όπου ήθελεν να λουτρουγήσει πήγαινεν (Όπου ήθελε να κάνει λειτουργία, πήγαινε ) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Οπ' πού και να νάρτει, σε του ριούμ’ (Από όπου κι αν έρθει θα τον δούμε ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Όπου τσ̑ι αν πάει να γυριστεί (Όπου κι αν πάει θα επιστρέψει ) Μισθ. -Κοτσαν. Όπου ήτανdε λουλούδια, βοσκούτανε (Όπου είχε λουλούδια, βοσκούσαν (ενν. τρυγούσαν οι μέλισσες) ) Ανακ. -Κωστ.Α. Όπου ηδουν ένα όργου, σάλντανιν μας ντετσ̑ού (Όπου ήταν μια δουλειά, μας έστελναν αμέσως ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σ' κώχαν, παίρ'νε τ’ στράτα ομbρό τ'νε, όπου να τα βγάλ' (Σηκώθηκαν, παίρνουν το δρόμο μπροστά τους, κι όπου τους βγάλει ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Που καν σελήεις σκάμα (Όπου θέλεις πήγαινε ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Nτο παιί οπ' παίνισ̑gε, απαπίσω τ' ήρτε gαι dο τσ̑Ιράκ' (Όπου πήγαινε το παιδί, από πίσω του ερχόταν και ο υπηρέτης ) Ουλαγ. -Dawk. || Παροιμ. Τ' π'σίκα όπου να πάγ̑' 'ζ νεγυριώνα να φύγ̑' (Η γάτα όπου και να πάει, στον αχυρώνα θα καταφύγει ˙ κάποιες καταστάσεις είναι αναπόφευκτες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Εδώ ξένοι, εκεί ξένοι, και όπου και υπάγω, ξένοι ((Εδώ ξένοι, εκεί ξένοι, και όπου και να πάω ξένοι)) Τελμ. -Lag.
2. Χρονικό αναφορ. επίρρ., τότε που, την στιγμή που : Εκεί το βραΰ εσ̑ύ που μ' αφήκες, κι ήλτες παρέμης, εγώ πήγα, ηύρα ένα μύλο (Εκείνο το βράδυ που με άφησες και γύρισες πίσω, εγώ πήγα και βρήκα ένα μύλο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το κορίσ̑' ένα μέρα οπ' φκάλινισ̑gε το νευλή, πάτ'σεν ένα κεμίκ' (Το κορίτσι μια μέρα εκεί που σκούπιζε την αυλή πάτησε ένα κόκκαλο) Ουλαγ. -Dawk.
3. Άκλιτη αόριστη αναφορική αντωνυμία, όποιος Ανακ., Αξ., κ.α., Ουλαγ., Ποτάμ., Φάρασ. : Όπου ήτονε σ̑ήρα, σα χορούς δεν μπααίνισ̑κεν (Όποια ήταν χήρα, στους χορούς δεν πήγαινε) Ανακ. -Cost. Όπου 'α είπει αν τεκελεμές, 'α νάνι του 'τσ̑είνου το κούρι (Όποιος πει μια ιστορία, εκεινού θα είναι η κουλούρα) Φάρασ. -Dawk. Όπου να δει τα σόια του και να μη φιλήσ’ τα χέρα τουνε, εκείνο κανείς δεν το τρανά (όποια δει τους συγγενείς της και δεν φιλήσει τα χέρια τους, αυτή πια κανείς δεν την κοιτάζει, ενν. για να την παντρευτεί) Ανακ. -Κωστ.Α. Όπ’ τσ̑ίριζεν ας τυφλωχεί (Όποιος τσίριξε, δηλ., μίλησε, να τυφλωθεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Όπ’ τ' ντρανά, παντέχ̑’ και πισ̑τικός ’ναι (Όποιος τον βλέπει, νομίζει ότι είναι βοσκός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Οπού δεν είχε βόδι να δώσει πλήρωνεν (Όποιος δεν είχε βόδι να δώσει, πλήρωνε) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ονταποίο, όποιος, όστις
β. Άκλιτη αναφορ. αντωνυμία, αυτός που, ο οποίος Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ. : Το κορίτσ̑’ ένα φοράς άσομ μπαπά τ’ κύρεψεν ένα φιστάν, όπου να έχ̑’ βούλα τα άστρα σον ουρανόν (το κορίτσι μιά φορά από το μπαμπά της γύρεψε ένα φουστάνι το οπ. να έχει όλα τα άστρα στον ουρανό ) Σίλατ. -Dawk. Τα κορίτζια που είχαν ελπίδα να πάρουν το βασιλόπαιδο ήσαν λυπημένα Σινασσ. -Αρχέλ. Έβγαλε στο κορμί τ' ένα τραχύ που τον έτρωγε πολύ (Έβγαλε στο σώμα του ένα σπυρί που τον φαγούριζε πολύ ) Σινασσ. -Αρχέλ. Έρχεται το αψύ τ' άλογο που έλαμπεν σαν νιστιά (Έρχεται το γρήγορο άλογο που έλαμπε σαν φωτιά ) Σινασσ. -Αρχέλ. κΊρεψεν ένα φιστάν, όπου να έχ' βούλα τα άστρα σον ουρανόν όπου είνdαι (Ζήτησε ένα φουστάνι που να έχει όλα τα άστρα που είναι στον ουρανό ) Σίλατ. -Dawk. Εσ̑ύ να κυρέψ̑εις όπου είναι ση θύρα οπίσω το γουτσ̑ά (Εσύ να ζητήσεις το μαντήλι που είναι πίσω από την πόρτα ) Ποτάμ. -Dawk. Το μάνα σ' που σε γένν'σα (Η μάνα σου που σε γέννησα ) Γούρδ. -Καράμπ. Που είπα σι τα λόγια bοίκις τα μι; (Τα λόγια που σου είπα τα έκανες; ) Μαλακ. -Dawk. Είναι τ' ανθρώπ' οπού πήγε να παντρευτεί (Είναι του ανθρώπου που πήγε να παντρευτεί ) Ποτάμ. -Dawk. || Ασμ. Έπλυναν τα σπαθίτζα των οπού σαν φαρμακωμένα (έπλυναν τα σπαθάκια τους που ήταν φαρμακωμένα) Τελμ. -Lag.
4. Ως σύνδεσμος, σε ειδικές προτάσεις, ότι Σίλατ., Σινασσ., Τελμ. : Δεν ινάντανεν όπου το σκότωσαν (Δεν πίστεψε ότι την σκότωσαν) Σίλατ. -Dawk. Είδιαν που κοντά στην Πεντάμορφη εκείν' ήσαν ποτζαλιές (Είδαν ότι σε σύγκριση με την Πεντάμορφη εκείνες ήταν σκουπίδια) Σινασσ. -Αρχέλ. Με γράφτεις τέκνο μ' που μας πίταξες και χαβιάρ' (Μου γράφεις παιδί μου ότι μας έστειλες και χαβιάρι) Σινασσ. -Λεύκωμα Ξεύρω τέκνο μου που να νταριλτήσεις (Ξέρω παιδί μου ότι θα θυμώσεις) Σινασσ. -Λεύκωμα Εχτές έμαθε που δεν είμαι καλά, κι ήρτε να φιλήσ' το σ̑έρι μ' (Εχτές έμαθε ότι δεν είμαι καλά, και ήρθε να φιλήσει το χέρι μου) Σινασσ. -Λεύκωμα Τότε ανgλάξαν το που ήτανε δαιμονικά (Τότε κατάλαβαν ότι ήταν δαιμόνια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Άμα ήκ'σεν που ήρτεν χάρηκε (Όταν άκουσε ότι ήρθε, χάρηκε) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. εγίπ, ότι
β. Σε χρονικές προτάσεις, ενώ, όταν Ανακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φερτάκ. : Οφ βγίνισ̑γκαν, μέρτ’σεν ντα, πάλ’ ήταν σεράνdα (όταν έβγαιναν, τους μέτρησε, πάλι ήταν σαράντα ) Ουλαγ. -Dawk. Όπ’ έφααν γκαι σόγνα, ντο κορίτσ̑’ ντράν’σε κι, ντο γκοτζάν ντο ναίκα σώροψε ούλ-λα ντα κεμίκια (όταν έφαγαν και μετά, το κορίτσι είδε ότι η γριά γυναίκα μάζεψε όλα τα κόκκαλα ) Ουλαγ. -Κεσ. Οπ ' ντο βγάλομ' απ' το σπίτ' ντo ολΰ κονώνωμ' ένα λαήν' λερό ((όταν τον βγάλουμε από το σπίτι τον νεκρό, αδειάζουμε ένα λαγήνι νερό ) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Λουτουργιά ποίκαμε που φύαμε (Κάναμε λειτουργία όταν φύγαμε (ενν. με την ανταλλαγή) ) Ανακ. -Cost. Που ερχούσαν τα άντροι μας από την Πόλη, στρώνισκαν εκεί τα μινdέρια και γλενdούσαν (Όταν έρχονταν οι άντρες μας από την Πόλη, έστρωναν εκεί τα υφάσματα και γλεντούσαν ) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ιτά που κλαίισ̑καν ήρτ' Μουχαήλ Αρχάγγελος (Εκεί που έκλαιγαν, ήρθε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Οπ' παίνισ̑gε, το φσ̑άχ' πόμ'νε πίσω (Καθώς πήγαινε, το παιδί έμεινε πίσω ) Ουλαγ. -Dawk. Λάκ, όπ' λέω, dές με λερό· λικ, όπ΄ λέω dές με κιριάς (Όταν λέω "λακ" δίνε μου νερό· όταν λέω "λικ" δίνε μου κρέας ) Ουλαγ. -Dawk. || Ασμ. Θυμήθηκα τα νιάτα μου, τη μαύρη μου τη ‘ναίκα, οπού ήμουν δύο μερ'νώ γαμπρός (θυμήθηκα τα νιάτα μου, τη δύστυχή μου τη γυναίκα, όταν ήμουν δύο ημερών γαμπρός) Σινασσ. -Lag.
γ. Όταν έπεται το αρνητ. μόρ. ντεν, πριν να Ουλαγ. : Οπ’ ντεν ντο έπε (πριν το πει ) Ουλαγ. -Κεσ.
δ. Σε συμπερασματικές προτάσεις, ώστε, με αποτέλεσμα, που Αξ., Σινασσ. : Εκείνο τάρ’σεν ντο βαρειά, οπ’ άρ’σεν λίγα γένι (Εκείνος τον τράβηξε σκληρά, ώστε του ξερίζωσε λίγα γένια ) Αξ. -Dawk. Τρανά 'ς τα ψηλά ένα πολύ όμορφο κορίτζι που τά 'χασεν (Βλέπει από τα ψηλά ένα τόσο όμορφο κορίτσι, ώστε τά 'χασε ) Σινασσ. -Αρχέλ.
ε. Σε αιτιολογικές προτάσεις με ρ. ψυχικού πάθους Σινασσ., Φλογ. : Η Μαρκάλα ήτον καλακαινισμένη ας τον μεγάλο της καημό που έχασε την μοναχοκόρη της (Η δράκαινα ήταν άρρωστη από τη μεγάλη της στεναχώρια που έχασε την μοναχοκόρη της ) Σινασσ. -Αρχέλ. Και αβούτσ̑α σεβίντσαμε που τ᾽ ακούσαμε (Κι έτσι χαρήκαμε που το ακούσαμε ) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
5. Σε ευχετικές προτάσεις Αραβαν., κ.α., Μισθ., Σινασσ. : Ε π' να έρτσ̑ει σο ιμουρτζ̑άχ' ιράσ̑ια (Ε που να τη βρει πανούκλα) Τελμ. -Dawk. Όπ' να σι γαμήσ' ντου μαύρου ντου γαϊdούρ' (Που να σε γαμήσει το μαύρο το γαϊδούρι) Μισθ. -Φατ. Οπ' να κοπούν τα χρόνια σ'! (Που να λιγοστέψουν τα χρόνια της ζωής σου!) Αραβαν. -Φωστ. -Τσ̑ούνους 'ναι ετό το παιρί; - Το 'μό 'ναι, οπ' να μη έν-νε (-Τίνος είναι αυτό το παιδί; -Δικό μου είναι, που να μην ήταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 26/05/2025