όπου
(επίρρ.)
όπου
[ˈopu]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ.
οπού
[oˈpu]
Αξ., κ.α., Ποτάμ., Σίλ.
οπ'
[op]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ.
οφ'
[of]
Ουλαγ.
που
[pu]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ.
Αρχ. επίρρ. ὅπου. Ο τύπ. οπού μεσν.
1. Τοπικό αναφορικό αοριστολογικό επίρρ., όπου, σε όποιο μέρος, οπουδήποτε
Ανακ., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ.
:
Ετό είχαν ντο σον ντόπο, όπου τσ̑αλίσ̑τιναν
(αυτό (ενν. το κουτί) το κράτησαν στον τόπο όπου δούλευαν)
Σίλ.
-Dawk.
Οπού και να νά ’ρτει, σε του ριούμ’
(από όπου κι αν έρθει θα τον δούμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Όπου ήτανdε λουλούδια, βοσκούτανε
(όπου βρίσκονταν λουλούδια, βοσκούσαν (ενν. τρυγούσαν οι μέλισσες) )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Όπου ιδούν ένα όργου, σάλντανιν μας ντετσιού
(όπου έβλεπαν ένα έργο, μας έστελναν αμέσως)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Όπου ήθελεν να λουτρουγήσει πηγαινεν
(όπου ήθελε να κάνει λειτουργία, πήγαινε)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εδώ που ήρτες, εδώ είναι ένα ντέφ'
(Εδώ που ήρθες, εδώ είναι ένα τέρας)
Σίλατ.
-Dawk.
Να 'κουθήσουμ' αdέ τη στράτα τσ̑' απού 'α υπά, να υπάμ'
(Να πάρουμε αυτόν τον δρόμο και να πάμε (απ') όπου πάει)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
οπούθε, πούταν, τσάπου
2. Ως άκλιτη αόριστη αντωνυμία σε θέση ουσιαστικού, όποιος
Ανακ., Αξ., κ.α., Ουλαγ., Ποτάμ., Φάρασ.
:
Όπου ήτονε σ̑ήρα, σα χορούς δεν μπααίνισ̑κεν
(όποια ήταν χήρα, στους χορούς δεν πήγαινε)
Ανακ.
-Cost.
Όπου να δει τα σόια του και να μη φιλήσ’ τα χέρα τουνε, εκείνο κανείς δεν το τρανά
(όποια δει τους συγγενείς της και δεν φιλήσει τα χέρια τους, αυτή πια κανείς δεν την κοιτάζει, ενν. για να την παντρευτεί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Όπ’ τσ̑ίριζεν ας τυφλωχεί
(όποιος τσίριξε, δηλ., μίλησε, να τυφλωθεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όπ’ τ ντρανά, παντέχ̑’ και πισ̑τικός ’ναι
(όποιος τον βλέπει, νομίζει ότι είναι μπιστικός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Οπού δεν είχε βόδι να δώσει πλήρωνεν
(όποιος δεν είχε βόδι να δώσει, πλήρωνε)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ονταποίο, όποιος, όστις ό,τι
3. Ως άκλιτη αναφορ. αντωνυμία, αυτός που
Καππ.
:
Το κορίτσ̑’ ένα φοράς άσομ μπαπά τ’ κύρεψεν ένα φιστάν, όπου να έχ̑’ βούλα τα άστρα σον ουρανόν
(το κορίτσι μιά φορά από το μπαμπά της γύρεψε ένα φουστάνι το οπ. να έχει όλα τα άστρα στον ουρανό)
Σίλατ.
-Dawk.
Τα κορίτζια που είχαν ελπίδα να πάρουν το βασιλόπαιδο ήσαν λυπημένα
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Έπλυναν τα σπαθίτζα των οπού σαν φαρμακωμένα
(έπλυναν τα σπαθάκια τους που ήταν φαρμακωμένα)
Καππ.
-Lag.
Συνών.
το
4. Ως σύνδεσμος, σε ειδικές προτάσεις, ότι
Σίλατ., Σινασσ., Τελμ.
:
Δεν ινάντανεν όπου το σκότωσαν
(δεν πίστεψε ότι την σκότωσαν)
Σίλατ.
-Dawk.
Είδιαν που κοντά στην Πεντάμορφη εκείν' ήσαν ποτζαλιές
(Είδαν ότι σε σύγκριση με την Πεντάμορφη εκείνες ήταν σκουπίδια)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Με γράφτεις τέκνο μ' που μας πίταξες και χαβιάρ'
(Μου γράφεις παιδί μου ότι μας έστειλες και χαβιάρι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ξεύρω τέκνο μου που να νταριλτήσεις
(Ξέρω παιδί μου ότι θα θυμώσεις)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Εχτές έμαθε που δεν είμαι καλά, κι ήρτε να φιλήσ' το σ̑έρι μ'
(Εχτές έμαθε ότι δεν είμαι καλά, και ήρθε να φιλήσει το χέρι μου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Τότε ανgλάξαν το που ήτανε δαιμονικά
(Τότε κατάλαβαν ότι ήταν δαιμόνια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
εγίπ, ότι
β.
Σε χρονικές προτάσεις, ενώ, όταν
Ανακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φερτάκ.
:
Οφ βγίνισ̑γκαν, μέρτ’σεν ντα, πάλ’ ήταν σεράνdα
(όταν έβγαιναν, τους μέτρησε, πάλι ήταν σαράντα
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Όπ’ έφααν γκαι σόγνα, ντο κορίτσ̑’ ντράν’σε κι, ντο γκοτζάν ντο ναίκα σώροψε ούλ-λα ντα κεμίκια
(όταν έφαγαν και μετά, το κορίτσι είδε ότι η γριά γυναίκα μάζεψε όλα τα κόκκαλα
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Οπ ' ντο βγάλομ' απ' το σπίτ' ντo ολΰ κονώνωμ' ένα λαήν' λερό
((όταν τον βγάλουμε από το σπίτι τον νεκρό, αδειάζουμε ένα λαγήνι νερό
)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λουτουριά ποίκαμε που φύαμε
(Κάναμε λειτουργία όταν φύγαμε (ενν. με την ανταλλαγή)
)
Ανακ.
-Cost.
Που ερχούσαν τα άντροι μας από την Πόλη, στρώνισκαν εκεί τα μινdέρια και γλενdούσαν
(Όταν έρχονταν οι άντρες μας από την Πόλη, έστρωναν εκεί τα υφάσματα και γλεντούσαν
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ιτά που κλαίισ̑καν ήρτ' Μουχαήλ Αρχάγγελος
(Εκεί που έκλαιγαν, ήρθε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Θυμήθηκα τα νιάτα μου, τη μαύρη μου τη ‘ναίκα, οπού ήμουν δύο μερ'νώ γαμπρός
(θυμήθηκα τα νιάτα μου, τη δύστυχή μου τη γυναίκα, όταν ήμουν δύο ημερών γαμπρός)
Καππ.
-Lag.
γ.
Όταν έπεται το αρνητ. μόρ. ντεν, πριν να
Ουλαγ.
:
Οπ’ ντεν ντο έπε
(πριν το πει
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
δ.
Σε συμπερασματικές προτάσεις, ώστε, με αποτέλεσμα, που
Αξ.
:
Εκείνο τάρ’σεν ντο βαρειά, οπ’ άρ’σεν λίγα γένι
(εκείνος τον τράβηξε σκληρά, ώστε του ξερίζωσε λίγα γένια
)
Αξ.
-Dawk.
5. Σε ευχετικές προτάσεις
:
Ε π' να έρτσ̑ει σο ιμουρτζ̑άχ' ιράσ̑ια
(Ε που να τη βρει πανούκλα)
Τελμ.
-Dawk.
|| Φρ.
Οπ’ να γαμώ ντου ντάμαλιτ
(που να γαμώ το θεμέλιο˙ ως ύβρη)
Μισθ., Φλογ., κ.α.
-ΑΠΥ-Καρατσ.