οργή
(ουσ. θηλ.)
οργή
[orʹʝi]
Σινασσ.
νοργή
[noˈrʝi]
Αξ.
Αρχ. ουσ. ὀργή. Ο τύπ. νοργή λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρο την.
Οργή, κακό
:
|| Φρ.
Χεγός ντώκεν τ' νοργή τ'
(Ο Θεός τού έδωσε την οργή του˙ Τον τιμώρησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να σε πάρ' και να σε σηκώσ' η οργή του Θεού
(Να σε καταστρέψει η οργή του Θεού˙ αρά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
νταρίλντημα :1, χίσμι, χολή :2
Τροποποιήθηκε: 17/08/2025