ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οργή (ουσ. θηλ.) νοργή [noˈrʝi] Αξ. Από το αρχ. ουσ. ὀργή με ανάπτ. αρκτικού [n] λόγω ἐσφαλμένης κατάτμησης στα όρια μορφημάτων σε συνεκφορά με το οριστ. άρθρ.
Οργή, κακό : || Φρ. Χεγός ντώκεν τ' νοργή τ' (Ο Θεός τού έδωσε την οργή του˙ Τον τιμώρησε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. χίσμι