οργή
(ουσ. θηλ.)
νοργή
[noˈrʝi]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. ὀργή με ανάπτ. αρκτικού [n] λόγω ἐσφαλμένης κατάτμησης στα όρια μορφημάτων σε συνεκφορά με το οριστ. άρθρ.
Οργή, κακό
:
|| Φρ.
Χεγός ντώκεν τ' νοργή τ'
(Ο Θεός τού έδωσε την οργή του˙ Τον τιμώρησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
χίσμι