ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οργή (ουσ. θηλ.) οργή [orʹʝi] Σινασσ. νοργή [noˈrʝi] Αξ. Αρχ. ουσ. ὀργή. Ο τύπ. νοργή λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρο την.
Οργή, κακό : || Φρ. Χεγός ντώκεν τ' νοργή τ' (Ο Θεός τού έδωσε την οργή του˙ Τον τιμώρησε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να σε πάρ' και να σε σηκώσ' η οργή του Θεού (Να σε καταστρέψει η οργή του Θεού˙ αρά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. νταρίλντημα :1, χίσμι, χολή :2
Τροποποιήθηκε: 17/08/2025