ορεντίζω
(ρ.)
öρενdίζω
[ørenˈdizo]
Τσουχούρ.
Αόρ.
öρίντ'σα
[øˈrintsa]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. öğrenmek = μαθαίνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. öyrenmek.
Αμτβ., μαθαίνω
Τσουχούρ.