οραματίζομαι
(ρ.)
οραματίζομαι
[oraˈmatizome]
Σινασσ.
οροματίζομαι
[oroˈmatizome]
Φλογ.
ροματίζομαι
[roma'tizome]
Σινασσ.
ροματίζουμαι
[roma'tizume]
Αξ.
ροματίζουμι
[roma'tizumi]
Μισθ.
ροματζ̑ίζουμαι
[roma'dʒizume]
Αραβαν., Γούρδ.
’ροματιζιέμι
[romatiˈzʝemi]
Μισθ.
’ροματίστα
[romaˈtista]
Μισθ.
’νουματίστα
[numaˈtista]
Μισθ.
Μεταγν. ρ. ὁραματίζομαι. Για την πολυτυπία της λ. βλ. όραμα, όπου και τύπ. όρομα, όνουμα.
Ονειρεύομαι
ό.π.τ.
:
Τσ̑οιμήχα τσ̑ι ροματίστα 'να όρουμα
(Κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα ένα όνειρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Α ροματιστείς τσ̑ι βγαίνουν ντα ντόντζα, τσ̑ι χαλάν' ντου ντουβάρ', δέ 'ν' καλό
(Αν ονειρευτείς πως βγαίνουν τα δόντια, πως χαλάει ο τοίχος, δεν είναι καλό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ροματίστη Μαρία, ήρτι Παναγιά, χάχτσι δα χέρια
(Ονειρεύτηκε η Μαρία ότι ήρθε η Παναγία, την ακούμπησε με τα χέρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'ς ένα τσ̑αλούι απ'κάτ' έκατσι ντετσιζού ν' αναπαεί, ροματίστην
(Έκατσε κάτω από ένα δέντρο εκειπέρα για να ξεκουραστεί, ονειρεύτηκε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025