ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οραματίζομαι (ρ.) οραματίζομαι [oraˈmatizome] Σινασσ. οροματίζομαι [oroˈmatizome] Φλογ. ροματίζουμαι [roma'tizume] Αξ. ροματίζουμι [roma'tizumi] Μισθ. ροματσίζουμαι [roma'tsizume] Γούρδ. ‘ροματιζιέμι [romatiˈzʝemi] Μισθ. ΄ροματίστα [romaˈtista] Μισθ. ΄νουματίσταν [numaˈtistan] Μεταγν. ρ. ὁραματίζομαι. Για τους τύπ. ορομαζίζομαι και ‘νουματίσταν βλ. τους τύπ. όρομα και όνουμα του λ. όραμα.
Ονειρεύομαι ό.π.τ. : Τσ̑οιμήχα τσ̑ι ροματίστα 'να όρουμα (κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα ένα όνειρο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Α ροματιστείς τσ̑ι βγαίνουν ντα ντόντζα, τσ̑ι χαλάν' ντου ντουβάρ', δε 'ν' καλό (αν ονειρευτείς πως βγαίνουν τα δόντια, πως χαλάει ο τοίχος, δεν είναι καλό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ροματίστη Μαρία, ήρτι Παναγιά, χάχτσι δα χέρια (Ονειρεύτηκε η Μαρία ότι ήρθε η Παναγία, την ακούμπησε με τα χέρια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.