οραματίζομαι
(ρ.)
οραματίζομαι
[oraˈmatizome]
Σινασσ.
οροματίζομαι
[oroˈmatizome]
Φλογ.
ροματίζουμαι
[roma'tizume]
Αξ.
ροματίζουμι
[roma'tizumi]
Μισθ.
ροματσίζουμαι
[roma'tsizume]
Γούρδ.
‘ροματιζιέμι
[romatiˈzʝemi]
Μισθ.
΄ροματίστα
[romaˈtista]
Μισθ.
΄νουματίσταν
[numaˈtistan]
Μεταγν. ρ. ὁραματίζομαι. Για τους τύπ. ορομαζίζομαι και ‘νουματίσταν βλ. τους τύπ. όρομα και όνουμα του λ. όραμα.
Ονειρεύομαι
ό.π.τ.
:
Τσ̑οιμήχα τσ̑ι ροματίστα 'να όρουμα
(κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα ένα όνειρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Α ροματιστείς τσ̑ι βγαίνουν ντα ντόντζα, τσ̑ι χαλάν' ντου ντουβάρ', δε 'ν' καλό
(αν ονειρευτείς πως βγαίνουν τα δόντια, πως χαλάει ο τοίχος, δεν είναι καλό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ροματίστη Μαρία, ήρτι Παναγιά, χάχτσι δα χέρια
(Ονειρεύτηκε η Μαρία ότι ήρθε η Παναγία, την ακούμπησε με τα χέρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.