ορέκας
(ουσ.)
öρέκας
[øˈrekas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. öreke = α) ρόκα β) διαλεκτ., ψηλός άνδρας, αντιδάν. από το μεσν. ουσ. ρόκα (< ιταλ. rocca, βλ. Tietze 1955, λ. öreke, Symeonidis 1973: 189).
Γίγαντας, μεγαλόσωμος άνθρωπος
Συνών.
βουβάλι, γαπάς, θεριακωμένος :1
Τροποποιήθηκε: 06/02/2025