ορέκας
(ουσ.)
öρέκας
[øˈrekas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. öreke = α) ρόκα β) διαλεκτ., ψηλός άνδρας, αντιδάν. από το μεσν. ουσ. ρόκα (< ιταλ. rocca) (βλ. Tietze 1955: λ. öreke, Symeonidis 1973: 189, Tietze 2019: λ. öreke/örek II)
Γίγαντας, μεγαλόσωμος άνθρωπος
Συνών.
βουβάλι :2, γαπάς :1, θεριακωμένος :1