ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορθιαίνω (ρ.) ‘ρτι-αίνω [rtiˈeno] Φάρασ. 'ρτι-έω [rtiˈeo] Φάρασ. Αόρ. 'ρτι-έσα [rtiˈesa] Φάρασ. Μτχ. Παθ. ορτιασμένος [otçaˈzmenos] Σινασσ. ορτιασμένου [ortçaˈzmenu] Μαλακ. Από το ορθός, όπου και τύπ. ορτύς με παραγωγ. επίθμ. -αίνω. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια ανάμεσα στην καππ. μτχ. και το αρχ. ρ. ὀρθιάζω =μιλώ δυνατά/σηκώνω.
1. Διορθώνω Φάρασ. : Τσ̑οχπίρ 'ρτιαίνκανε τα γιαγνίσ̑α μου (Σπάνια διόρθωναν τα λάθη μου) Φάρασ. -Bağr. To καdζ̑ί σου 'ρτι-έσες τα χ' άρε τεδέ (Την κουβέντα σου την διόρθωσες ακριβώς τώρα λοιπόν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. ισιάζω, ορθώνω, ποίκω
2. Η μτχ., για ένδυμα, στραμμένο στην ορθή πλευρά Μαλακ., Σινασσ.