ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορθιαίνω (ρ.) ’ρτι-αίνω [rtiˈeno] Φάρασ. 'ρτι-έω [rtiˈeo] Φάρασ. Αόρ. 'ρτι-έσα [rtiˈesa] Φάρασ. Μτχ. Παθ. ορτιασμένος [ortçaˈzmenos] Σινασσ. ορτιασμένου [ortçaˈzmenu] Μαλακ. Από το ορθός, όπου και τύπ. ορτύς με παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
1. Διορθώνω Φάρασ. : Τσ̑οχπίρ 'ρτιαίνκανε τα γιαγνίσ̑α μου (Σπάνια διόρθωναν τα λάθη μου) Φάρασ. -Bağr. To κατζ̑ί σου 'ρτι-έσες τα χ' άρε τεδέ (Την κουβέντα σου την διόρθωσες ακριβώς τώρα λοιπόν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. ισιάζω :2, ορθώνω, ποίκω :7
2. Ισιώνω Φάρασ. : || Φρ. Ο χωρίοζ εν' σο κάχιν 'bάvou- κάτσε vdα 'ρτϊέσουμ' τζ̑αί 'στέρου άμε (Το χωριό είναι πάνω στην πλαγιά, στραβό -κάτσε να το ισιώσουμε και ύστερα φεύγεις˙ λεγόταν ειρων. σε όσους έφευγαν από το χωριό ή από μια παρέα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ορθώνω
3. Η μτχ., για ένδυμα, γυρισμένο από την καλή μεριά Μαλακ., Σινασσ. Αντίθ χτρέβω :2
4. Σώζω Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 01/09/2024