ορθιαίνω
(ρ.)
‘ρτι-αίνω
[rtiˈeno]
Φάρασ.
'ρτι-έω
[rtiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
'ρτι-έσα
[rtiˈesa]
Φάρασ.
Μτχ. Παθ.
ορτιασμένος
[otçaˈzmenos]
Σινασσ.
ορτιασμένου
[ortçaˈzmenu]
Μαλακ.
Από το ορθός, όπου και τύπ. ορτύς με παραγωγ. επίθμ. -αίνω. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια ανάμεσα στην καππ. μτχ. και το αρχ. ρ. ὀρθιάζω =μιλώ δυνατά/σηκώνω.
2. Η μτχ., για ένδυμα, στραμμένο στην ορθή πλευρά
Μαλακ., Σινασσ.