ορθιαίνω
(ρ.)
’ρτι-αίνω
[rtiˈeno]
Φάρασ.
'ρτι-έω
[rtiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
'ρτι-έσα
[rtiˈesa]
Φάρασ.
Μτχ. Παθ.
ορτιασμένος
[ortçaˈzmenos]
Σινασσ.
ορτιασμένου
[ortçaˈzmenu]
Μαλακ.
Από το ορθός, όπου και τύπ. ορτύς με παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
2. Ισιώνω
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Ο χωρίοζ εν' σο κάχιν 'bάvou- κάτσε vdα 'ρτϊέσουμ' τζ̑αί 'στέρου άμε
(Το χωριό είναι πάνω στην πλαγιά, στραβό -κάτσε να το ισιώσουμε και ύστερα φεύγεις˙ λεγόταν ειρων. σε όσους έφευγαν από το χωριό ή από μια παρέα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ορθώνω
4. Σώζω
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 01/09/2024