χτρέβω
(ρ.)
χτιρέβω
[χτιρεύω]
Αξ.
χτιρέβου
[xtiˈrevu]
Μισθ.
Μτχ.
χτρεμένος
[xtreˈmenos]
Σινασσ.
χτρεμένου
[xtreˈmenu]
Μαλακ.
Από το αρχ. ρ. ἐκτρέπω ή ἐκστρέφω > εκτρέβω > χτρέβω. Η καταγραφόμενη ορθογραφία χτρεύω, χτιρεύω αποτέλεσμα επαναναλύσεως του ρ. ως σχηματιζόμενου με το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. χτρεμμένο < εκ(σ)τρεμμένο. Πβ. και ρ. εχτρέβω, αχτρέβω < ἐκτρέπω Πόντ. (Oeconomides 1908: 122).
1. Γυρίζω από την ανάποδη ή το μέσα-έξω
ό.π.τ.
:
Τα φορτσ̑ές πότ' τα πλυνίσ̑κ'νε χτιρεύουν ντα
(Τα ρούχα όταν τα πλένουν τα γυρίζουν το μέσα-έξω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χτιρέβου ντα μανίτσ̑α μ'
(Γυρίζω τα μανίκια μου)
Μισθ.
-Μακρ.
2. H παθ. μτχ., αναποδογυρισμένος, ανεστραμμένος
ό.π.τ.