ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χτήνος (ουσ. ουδ.) χτσ̑ήνος [ˈxtʃinos] Αραβαν., Ουλαγ. ξήνος [ˈksinos] Αραβ. χτήνο [ˈxtino] Ανακ., Αξ., Μπέηκ., Σεμέντρ., Σίλατ., Φλογ. χτήνου [ˈxtinu] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. χτσήνο [ˈxtsino] Γούρδ. χτσ̑ήνο [ˈxtʃinos] Αραβαν. χτηνό [xtiˈno] Αξ., Μισθ., Τζαλ., Τροχ. χτσ̑ηνό [xtʃiˈno] Τελμ. χτήνιο [ˈxtiɲo] Σινασσ. Πληθ. χτήνα [ˈxtina] Σεμέντρ. χτηνά [xtiˈna] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ. χτηνιά [xtiˈɲa] Αξ., Μαλακ. Από το αρχ. ουσ. κτῆνος = (οικόσιτο) ζώο όπως βόδι ή πρόβατο. Οι τύπ. χτήνο, χτηνό μεσν., καθώς και η σημ. ‘ζώο κοπαδιού, αγελάδα’.
1. Αγελάδα ό.π.τ. : Αλμέζου ντου χτήνου (Αρμέγω την αγελάδα) Μισθ. -Κοτσαν. Tου χτηνῶ τσοπάνος (Αγελαδοβοσκός) Ανακ. -Cost. Χτηνού κοπιριά (Κοπριά αγελάδας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χτσ̑ηνιού το άλμεγμα ζόρ' ναι (To άρμεγμα της αγελάδας είναι δύσκολο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έφαξαν σεράνdα βόρια και σεράνdα χτσ̑ηνά να φάει κόσμος ντεγί (Έσφαξαν σαράντα βόδια και σαράντα αγελάδες για να φάει ο κόσμος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έπρεπε να βυζάσ' τ' αλ'χνό ντου χτήνου (Έπρεπε να βυζάξει την κόκκινη αγελάδα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κουπάν'σε το χτσ̑ήνο, λάχσε το σ̑κυλί (Κοπάνησε την αγελάδα, κλώτσησε το σκυλί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τον κοκινιό σκότωσ' ντονε το χτήνιο της (Τον κόκκορα τον σκότωσε η αγελάδα της) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τσ̑αι άλογα βοσ̑κήσα τσ̑αι χτηνά βοσ̑κήσαμ’ (Και άλογα βόσκησα και αγελάδεες βοσκούσαμε) Μισθ. -VLACH Το χτσ̑ήνο μας γένν’σε ένα όμορφο, σαρού, σον το μάννα τ’ σακάρ χελυκό τανά (Η αγελάδα μας γέννησε ένα όμορφο, ξανθό, σαν τη μάνα του, θηλυκό μοσχάρι με λευκές βούλες ) Αραβαν. -Φωστ. Ιγιώ ένα εdέτ’ που υπήρχε ’ς τα γάμοσγια, ό,τι φέρισ̑κες δώρα, μπαγι̂́ρντεινεν τελάλης και λέισ̑κε: «Χαρίσματα, χαρίσματα! Ασ’ σον νταή το Νικόλα ένα χτήνο» (Εδώ ένα έθιμο που υπήρχε στους γάμους (ήταν πως για) ό,τι δώρα έφερνες, φώναζε ο ντελάλης και έλεγε: "Χαρίσματα, χαρίσματα! Απ' τον θείο Νικόλα μια αγελάδα (δώρο)") Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Χτηνιού πιστικός (Βοσκός αγελάδας˙ Αγελαδοβοσκός) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Άξεστος άνθρωπος Μισθ. Συνών. ακαμάτευτος :1, γαλάς, καμπάκης, κορενέκι, ξόγανο