ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χρυσός (I) (επίθ.) χρυσό [xriˈso] Αραβ., Σίλ. χρουσό [xruˈso] Φκόσ. χουρσός [xur΄sos] Σίλ., Σινασσ. χουρσό [xurˈso] Μαλακ., Μισθ. χουρσί [xurˈsi] Ποτάμ. Aπό το μεσν. επίθ. χρουσός < αρχ. επίθ. χρυσοῦς. O τύπ. χουρσί πιθ. αναλογ. από άλλα δηλωτικά χρωμάτων μετάλλων, πβ. ασημί.
1. Χρυσός Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ. : Χουρσό παιδί, μοναχό μ' τέκνο (Χρυσό παιδί, μοναδικό μου τέκνο) Σινασσ. -Λεύκωμα Χρουσά τζαι κουμουσ̑ώνα παράδα̈ (Χρυσά και ασημένια νομίσματα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Ασμ. Κι εκεί που μοιριολόγανεν η Παναγιά το γιο της
Τα δάκρυα που έπεφταν χρουσί πεγάδι έβγανε
και εκεί στο πεγαδόριζο χουρσί δεντρίν εφύτρωνε
(Κι εκεί που μοιρολογούσε η Παναγία το γιό της,
όπου έπεφταν τα δάκρυα έβγαινε μιά χρυσή πηγή
κι εκεί στη ρίζα της πηγής φύτρωνε ένα χρυσό δέντρο)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών. αλτουνένι, μαλαματιώνας, φλουριώνας
2. Το αρσ. ως ουσ., ο κουνιάδος Σίλ. : Σ̑ήμερα χουρσός μου ρεν ήρτι (Σήμερα ο κουνιάδος μου δεν ήρθε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
3. To ουδ. ως ουσ., κοσμήματα, χρυσαφικά Μισθ., Σίλ. : Ιτό εικόνα, απ' τα χρυσά δε φαινόδουν ούτι πρόσωπου (Αυτή η εικόνα, από τα χρυσαφικά δε φαινόταν ούτε το πρόσωπο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ρώνει τ' ένα μεγάλου χρυσό (Της δίνει ένα μεγάλο χρυσαφικό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γκερντανίχι :2, τζεβαχέρι :3
β. Λίρες Αραβ.