ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χτένι (ουσ. ουδ.) χτένι [ˈxteni] Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ. χτέν' [xten] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ. ιχτένι [iˈxteni] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. χτένι < μεταγν. κτένιον.
1. Χτένι, εργαλείο για χτένισμα ό.π.τ. : Χτένι πασ̑ύ (Χοντρό χτένι, τσατσάρα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να πάριτε ένα χτέν', ένα ξουράφ' κι ένα ακόν' (Να πάρετε ένα χτένι, ένα ξυράφι και ένα ακόνι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. Όποιος έχ' τα γένια έχ' και τα χτένια (Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια˙ Όποιος έχει την ευθύνη ή το προνόμιο, αυτός πρέπει να λύνει τα προβλήματα) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Χτένι, εξάρτημα του αργαλειού ό.π.τ. : Πέρασαμ' από ντου χτέν' (Περάσαμε, ενν. το νήμα, από το χτένι) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Χτένι, εξάρτημα του δοξαριού για το ξάσιμο του μαλλιού Μισθ.
4. Το επάνω μέρος του χεριού ή του ποδιού Γούρδ., Φάρασ., Φλογ. : Του ποραδού το χτένι (Το πάνω μέρος του ποδιού) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Του χερού το χτένι (Το πάνω μέρος του χεριού) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β || Φρ. Σο χτένι μου ‘ποκάτω (Κάτω από το πάνω μέρος του ποδιού μου˙ Το πέλμα, η πατούσα) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β