χτένι
(ουσ. ουδ.)
χτένι
[ˈxteni]
Αφσάρ., Κίσκ., Σίλ.
χτέν'
[xten]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ.
ιχτένι
[iˈxteni]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. χτένι < μεταγν. κτένιον.
1. Χτένι, εργαλείο για χτένισμα
ό.π.τ.
:
Χτένι πασ̑ύ
(Χοντρό χτένι, τσατσάρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να πάριτε ένα χτέν', ένα ξουράφ' κι ένα ακόν'
(Να πάρετε ένα χτένι, ένα ξυράφι και ένα ακόνι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Όποιος έχ' τα γένια έχ' και τα χτένια
(Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια˙ Όποιος έχει την ευθύνη ή το προνόμιο, αυτός πρέπει να λύνει τα προβλήματα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Χτένι, εξάρτημα του αργαλειού
ό.π.τ.
:
Πέρασαμ' από ντου χτέν'
(Περάσαμε, ενν. το νήμα, από το χτένι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Χτένι, εξάρτημα του δοξαριού για το ξάσιμο του μαλλιού
Μισθ.
4. Το επάνω μέρος του χεριού ή του ποδιού
Γούρδ., Φάρασ., Φλογ.
:
Του ποραδού το χτένι
(Το πάνω μέρος του ποδιού)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Του χερού το χτένι
(Το πάνω μέρος του χεριού)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
|| Φρ.
Σο χτένι μου ‘ποκάτω
(Κάτω από το πάνω μέρος του ποδιού μου˙ Το πέλμα, η πατούσα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β