χτεσινός
(επίθ.)
χτεσινός
[xtesiˈnos]
Σίλ.
χτεζ'νός
[xtezˈnos]
Σινασσ., Φάρασ.
εχτεσινό
[extesiˈno]
Γούρδ.
εχτεσ'νό
[extesˈno]
Μαλακ.
εχτεσ'νού
[extesˈnu]
Μισθ., Φλογ.
εχτεζνού
[extezˈnu]
Ουλαγ.
εχτενιούς
[exteˈɲus]
Αξ.
εχτενούς
[exteˈnus]
Μισθ.
ιχτεσ'νός
[ixtesˈnos]
Σίλ.
Από το μεταγν. επίθ. χθεσινός και ἐχθεσινός. Οι τύπ. σε -νιού, -νιούς κατά την γεν. πτώση, συνήθη σε προσδιορ. χρόνου, πβ. εψεσινός-εψενιούς, φετινός-φετινού.
Χθεσινός
ό.π.τ.
:
Εχτεσ'νού αλογάτης τι τον είπες;
(Στον καβαλάρη που πέρασε χθες, τι του είπες;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
«Aκούμ' εχτενούς σκατά», λέ', «σ̑άνεις τσι μεάλα άργαδα»
(«Μόλις χθεσινό σκατό», λέει, «κάνεις και μεγάλες δουλειές»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αυτό του φάημα χτεσινό 'ναι
(Αυτό το φαΐ είναι χθεσινό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ατό το ψωμί είναι σημερ'νός τσ̑αι το φαΐ χτεζ'νός
(Αυτό το ψωμί είναι σημερινό και το φαΐ χτεσινό)
Φάρασ.
-Αναστασ.
β.
Ως επίρρ., χθες
Μισθ.
:
Εχτενούς είχαν τίδου, είχαν ντου γαρπούσ' ντου γιορτή
(Χθες είχαν τέτοιο, είχαν τη γιορτή του καρπουζιού
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.