χτίσιμο
(ουσ. ουδ.)
χτίσ̑ιμο
[ˈxtiʃimo]
Φλογ.
χτσ̑ίσ̑ιμο
[ˈxtʃiʃimo]
Αραβαν.
χτίσιμου
[ˈxtisimu]
Μισθ.
χτίσιμα
[ˈxtisima]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κτίσιμον.
Χτίσιμο
ό.π.τ.