χυλός
(ουσ.)
σ̑υλός
[ʃi'los]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
σ̑υλόζ
[ʃiˈloz]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. χυλός με ουράνωση [x] > [ʃ].
β.
Ειδικότ., φαγητό με κουρκούτι και κρέας για το γαμήλιο γλέντι, γαμοπίλαφο
Ανακ., Σίλατ.
γ.
Ειδικότ., φαγητό με κουρκούτι που τρώγεται την παραμονή των Χριστουγέννων προς τιμήν της Παναγίας
Τροχ.