ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χυλός (ουσ.) σ̑υλός [ʃi'los] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. σ̑υλόζ [ʃiˈloz] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. χυλός με ουράνωση [x] > [ʃ].
Φαγητό με κουρκούτι και κρέας ό.π.τ. Συνών. κεσκέκ :1
β. Ειδικότ., φαγητό με κουρκούτι και κρέας για το γαμήλιο γλέντι, γαμοπίλαφο Ανακ., Σίλατ.
γ. Ειδικότ., φαγητό με κουρκούτι που τρώγεται την παραμονή των Χριστουγέννων προς τιμήν της Παναγίας Τροχ.