χτες
(επίρρ.)
χτες
[xtes]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
εχτές
[eˈxtes]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
εχτέζ
[eˈxtez]
Αραβαν., Ουλαγ.
ιχτές
[iˈxtes]
Σίλ.
Αρχ. επιρρ. χθές. Ο τύπ. χτές ήδη μεσν., με ομαλή ανομ. επάλληλων κλειστών.
Χρονικό επίρρημα, χθες, την προηγούμενη μέρα
ό.π.τ.
:
Χτες βραντύ
(Xτες το βράδυ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Απ' εχτές μπα̈ρί γκιοζλαΐζου σι
(Από χτές σε περιμένω)
Μισθ.
-Φατ.
Ακούμ' εχτές ντου σώρουψιτ' ντου μπαμπάτσ', πού να πάτ' πάλ'.
(Μόλις χτες το μαζέψατε το μπαμπάκι, πού να πάτε πάλι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Βαβά ντώκι εχτές ντου βρα'ύ
(Ο μπαμπάς τράκαρε χτες το βράδυ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να με τα είπες τε χτες, το χατίρι σου τζ̑ο τσακώνκα τα
(Αν μου το έλεγες από χτες, δεν θα σου χάλαγα το χατίρι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ντεν μπόρ'σα εχτέζ να πουλήσω τα ξ̑ύλα