χτενίζω
(ρ.)
χτενίζω
[xteˈnizo]
Γούρδ., Τελμ.
χτενίζου
[xteˈnizu]
Μισθ.
Παθ.
χτενίζουμαι
[xteˈnizume]
Αραβαν., Γούρδ.
χτενίζομαι
[xteˈnizome]
Ουλαγ., Σινασσ.
Παθ.
χτενίστα
[xteˈnista]
Σινασσ.
Προστ. Εν.
χτενίστ'
[xteˈnist]
Σινασσ.
Πληθ.
χτενιστείτε
[xteniˈstite]
Σινασσ.
Μτχ. Αρσ.
χτενισμένος
[xteniˈzmenos]
Σινασσ.
Θηλ.
χτενισμέν'
[xteniˈzmen]
Σινασσ.
Ουδ.
χτενισμένο
[xteniˈzmeno]
Σινασσ.
Από το αρχ. ρ. κτενίζω. Ο τύπ. χτενίζω μεσν.
Χτενίζω
ό.π.τ.
:
Δηρμήτσης σηκώχη, πλύχη, χτενίστη και κατέβη κάτω να πιεί το γάλα τ'
(Ο Δημήτρης σηκώθηκε, πλύθηκε, χτενίστηκε και κατέβηκε κάτω να πιεί το γάλα του)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Εδυό χΙζμεκάρια χτένιζαν τα μαλλιά τ'
(Δυό υπηρέτριες χτένιζαν τα μαλλιά του)
Τελμ.
-Dawk.
Τα χτενισμένα τα ναίκες
(Οι χτενισμένες οι γυναίκες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
ταραντώ