ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χτενίζω (ρ.) χτενίζω [xteˈnizo] Γούρδ., Τελμ. χτενίζου [xteˈnizu] Μισθ. Παθ. χτενίζουμαι [xteˈnizume] Αραβαν., Γούρδ. χτενίζομαι [xteˈnizome] Ουλαγ., Σινασσ. Παθ. χτενίστα [xteˈnista] Σινασσ. Προστ. Εν. χτενίστ' [xteˈnist] Σινασσ. Πληθ. χτενιστείτε [xteniˈstite] Σινασσ. Μτχ. Αρσ. χτενισμένος [xteniˈzmenos] Σινασσ. Θηλ. χτενισμέν' [xteniˈzmen] Σινασσ. Ουδ. χτενισμένο [xteniˈzmeno] Σινασσ. Από το αρχ. ρ. κτενίζω. Ο τύπ. χτενίζω μεσν.
Χτενίζω ό.π.τ. : Δηρμήτσης σηκώχη, πλύχη, χτενίστη και κατέβη κάτω να πιεί το γάλα τ' (Ο Δημήτρης σηκώθηκε, πλύθηκε, χτενίστηκε και κατέβηκε κάτω να πιεί το γάλα του) Γούρδ. -Καράμπ. Εδυό χΙζμεκάρια χτένιζαν τα μαλλιά τ' (Δυό υπηρέτριες χτένιζαν τα μαλλιά του) Τελμ. -Dawk. Τα χτενισμένα τα ναίκες (Οι χτενισμένες οι γυναίκες) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. ταραντώ