ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χρονίζω (ρ.) χρονίζω [xroˈnizo] Ανακ. χρονίζου [xroˈnizu] Μισθ. Αόρ. ηχρόνισα [iˈxronisa] Σινασσ. Αρχ. ρ. χρονίζω.
1. Συμπληρώνω ένα έτος ζωής ή διάρκειας Ανακ., Μισθ.
2. Καθυστερώ, αργώ Σινασσ. Συνών. αργώ, γκετζικτώ