ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χρονίζω (ρ.) χρονίζω [xroˈnizo] Ανακ. χρονίζου [xroˈnizu] Μισθ. Αόρ. ηχρόνισα [iˈxronisa] Σινασσ. χρόντσα [ˈxrontsa] Μισθ. Αρχ. ρ. χρονίζω.
1. Συμπληρώνω ένα έτος ζωής ή διάρκειας Ανακ., Μισθ. Συνών. χρονιάζω
2. Καθυστερώ, αργώ Σινασσ. Συνών. αργώ :2, γκετζικτώ, Αντίθ γουβραΐζω, οβετλεντίζω, σπουδάζω :1, φτερνίζω :3
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025