χρονίζω
(ρ.)
χρονίζω
[xroˈnizo]
Ανακ.
χρονίζου
[xroˈnizu]
Μισθ.
Αόρ.
ηχρόνισα
[iˈxronisa]
Σινασσ.
Αρχ. ρ. χρονίζω.
1. Συμπληρώνω ένα έτος ζωής ή διάρκειας
Ανακ., Μισθ.