χρονίζω
(ρ.)
χρονίζω
[xroˈnizo]
Ανακ.
χρονίζου
[xroˈnizu]
Μισθ.
Αόρ.
ηχρόνισα
[iˈxronisa]
Σινασσ.
χρόντσα
[ˈxrontsa]
Μισθ.
Αρχ. ρ. χρονίζω.
2. Καθυστερώ, αργώ
Σινασσ.
Συνών.
αργώ :2, γκετζικτώ, Αντίθ
γουβραΐζω, οβετλεντίζω, σπουδάζω :1, φτερνίζω :3
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025