χριστέλιος
(ουσ. ουδ.)
χριστέλιους
[xriˈsteʎus]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. χριστέλαιον.
Ελαιόλαδο που χρησιμοποιείται ως άγιο μύρο για το μυστήριο του χρίσματος
Μισθ.