χουφτίζω
(ρ.)
χουφτίζω
[xuˈftizo]
Τελμ.
χουφτσ̑ίζου
[xufˈtʃizu]
Σίλ.
χουφτώ
[xuˈfto]
Σινασσ.
χουφτιάζω
[xuˈftçazo]
Ποτάμ.
Από το ουσ. χούφτα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. και νεότ. ρ. φουχτίζω (Λεξ. Σομ.).
Χουφτώνω, πιάνω με τη χούφτα