ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουφτίζω (ρ.) χουφτίζω [xuˈftizo] Τελμ. χουφτσ̑ίζου [xufˈtʃizu] Σίλ. χουφτώ [xuˈfto] Σινασσ. χουφτιάζω [xuˈftçazo] Ποτάμ. Από το ουσ. χούφτα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. και νεότ. ρ. φουχτίζω (Λεξ. Σομ.).
Χουφτώνω, πιάνω με τη χούφτα
Τροποποιήθηκε: 23/12/2023