χούφτα
(ουσ. θηλ.)
φούχτα
[ˈfuxta]
Αραβαν., Σινασσ.
χούφτα
[ˈxufta]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. χούφτα (πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.902 «ἡ Μιχρ’ ἀπ’ τὴν τζέπην της μιὰ χούφτα φλωριὰ βγάνει»), το οπ. από το μεσν. ουσ. φούκτα , πιθ. από το αρχ. ουσ. πυγμή.
1. Χούφτα, η παλάμη του χεριού
ό.π.τ.
:
Το πουλί ήρτεν, και σέμbην σο παιδιού σο χούφτα
(Το πουλί ήρθε και μπήκε στη χούφτα του παιδιού)
Τελμ.
-Dawk.
Κόφτισ̑καμ' ασ' σο γιουφκά και παίρισ̑καμ' σο χούφτα μας και τρώισ̑καμ' πιλάφ'
(Κόβαμε από την ξερή πίτα, και παίρναμε στη χούφτα μας και τρώγαμε πιλάφι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Χούφτα μικρό/μέγα
(Χούφτα μικρή/μεγάλη˙ Με τη μία/και με τις δύο χούφτες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Του 'νοίζει σε τη χούφτα, πεζό μη τα 'υρίζεις
(Σε αυτόν που σου ανοίγει τη χούφτα, μην τη γυρίζεις άδεια˙ Να είσαι γενναιόδωρος σε όσους έχουν ανάγκη)
Φάρασ.
-Κελεκ.
2. Η ποσότητα που χωράει στην παλάμη
ό.π.τ.
:
Ένα χούφτα λερό
(Μία χούφτα νερό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ένα χούφτα πλιγούρ'
(Mια χούφτα πλιγούρι)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Πιέτε, λένε τα τούρκα μας, τρία χούφτες νερό, και το νου σας να είναι σο χωριό σας
(Πιείτε, λένε οι Τούρκοι μας, τρεις χούφτες νερό, και ο νους σας θα είναι στο χωριό σας)
Ανακ.
-Cost.
Πέτασεν ντο ένα χούφτα μετζ̑ιdϊέρια
(Του πέταξε μιά χούφτα νομίσματα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ρώννει του μιά χούφτα παρά
(Του δίνει μιά χούφτα παράδες)
Σίλ.
-Dawk.
Ας πάρου απ' ένα χούφτα σταφίις, ας γιομώσουμ' ντα πάπουλις μας
(Ας πάρω μιά χούφτα σταφίδες, ας γεμίσουμε τις τσέπες μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ