χουφταλαντίζω
(ρ.)
χουφταλατίζω
[xuftalaˈtizo]
Μαλακ.
χουφταλαdι̂́ζω
[xuftalaˈdɯzo]
Αξ.
χουφταλατώ
[xuftalaˈto]
Φλογ.
Aπό το ουσ. χούφτα και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Χουφτώνω, πιάνω με τη χούφτα
ό.π.τ.