χρειάζομαι
(ρ.)
χιργιάζομαι
[xiˈrʝazome]
Σινασσ.
χι̂ριάζουμαι
[xɯˈrʝazume]
Αραβαν.
χρειαζιέμι
[xriaˈzʝemi]
Μισθ.
Μεσν. ρ. χρειάζομαι. Για τις μεσν. μαρτυρίες της σημ. 2 βλ. Dawkins (1921: 53).
1. Χρειάζομαι
ό.π.τ.
:
Να μη φέριτ’ ντετσιού ούλα ότι χρειαζιέμι, ντα φαγιά μ’ ντα λερά
(να μου φέρετε εκεί όλα ό,τι χρειάζομαι, τα φαγιά μου, τα νερά μου)
Μισθ., ό.π.τ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
2. Bρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση, βρίσκομαι εγκαταλελειμμένος
Σινασσ.