ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χρειάζομαι (ρ.) χιργιάζομαι [xiˈrʝazome] Σινασσ. χι̂ριάζουμαι [xɯˈrʝazume] Αραβαν. χρειαζιέμι [xriaˈzʝemi] Μισθ. Μεσν. ρ. χρειάζομαι. Για τις μεσν. μαρτυρίες της σημ. 2 βλ. Dawkins (1921: 53).
1. Χρειάζομαι ό.π.τ. : Να μη φέριτ’ ντετσιού ούλα ότι χρειαζιέμι, ντα φαγιά μ’ ντα λερά (να μου φέρετε εκεί όλα ό,τι χρειάζομαι, τα φαγιά μου, τα νερά μου) Μισθ., ό.π.τ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ
2. Bρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση, βρίσκομαι εγκαταλελειμμένος Σινασσ.