χρεία
(ουσ. θηλ.)
χρεία
[ˈxria]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
χρειά
[xrʝa]
Αξ., Μισθ., Τελμ., Φερτάκ.
χρειγιά
[xriˈʝa]
Ανακ.
χι̂ριά
[xɯˈrʝa]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
χουριά
[xuˈrʝa]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. χρεία.
1. Προμήθεια τροφίμων, ιδίως για ταξιδιώτες
Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Α ναίκα, ποίτσε μ' α χρεία να υπάω να βρω το Θεό
(Γυναίκα, φτιάξε μου προμήθειες να πάω να βρω τον Θεό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πείνασαμ'. ας φάμ' το σον το χρειά, κι ύστερα το 'μόν
(Πεινάσαμε, ας φάμε τις δικές σου τις προμήθειες και ύστερα τις δικές μου)
Αξ.
-Dawk.
Ποία τον νταdά σου α χρεία
(Φτιάξε για τον μπαμπά σου προμήθειες)
Φάρασ.
-Dawk.
Ποίκεν το χρειά χαζίρ
(Ετοίμασε το φαγητό)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τσανού το χι̂ριά αψά πιττά
(Οι προμήθειες του τρελού γρήγορα τελειώνουν˙ Οι ασύνετοι γρήγορα μένουν χωρίς πόρους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Α νοματού χρειά σα δύο νομάτοι τζ̑ο φτάνει· 'α 'πομείνουν τσ̑αι τα δύο νηστικά
(Ενός ανθρώπου το φαγητό στους δύο ανθρώπους δεν φτάνει· θα μείνουν και οι δυο νηστικοί˙ Δεν πρέπει να σπαταλάμε για άλλους όταν και οι ίδιοι έχουμε ανάγκη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του σ̑ειμού τη χρεία γρέψε ν' ντα σωρέπ'· σα νά 'ρτει ο σ̑ειμός να 'υρεύει 'ς σ̑ονίσει, να 'υρεύει μή σ̑ονίσει
(Κοίτα να μαζέψεις τις προμήθειες του χειμώνα· όταν έρθει ο χειμώνας, αν θέλει ας χιονίσει, κι αν θέλει ας μη χιονίσει˙ Αν είναι κανείς κατάλληλα προετοιμασμένος, δεν χρειάζεται να ανησυχεί για οποιαδήποτε εξέλιξη)
Φάρασ.
-Κελεκ.
|| Ασμ.
Μπύρ' το φούρνο τσ̑αι ποίτσ̑ε με 'α χρεία,
'γώ πόψε πααίνω στην Ε-Σοφία (Πύρωσε το φούρνο και φτιάξε μου μιά ταξιδιωτική προμήθεια,
εγώ απόψε πηγαίνω στην Αγία Σοφία) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
'γώ πόψε πααίνω στην Ε-Σοφία (Πύρωσε το φούρνο και φτιάξε μου μιά ταξιδιωτική προμήθεια,
εγώ απόψε πηγαίνω στην Αγία Σοφία) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
β.
Καθημερινή τροφή που δίδεται προς εργάτη
Ανακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
:
Φσ̑άχα, ήρτεν χρειγιά!
(Παιδιά, ήρθε το φαγητό!
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Παγαίνουμ' χρεία στους εργάτες που κόβουν τα ιτένια μας
(Πηγαίνουμε κολατσιό στους εργάτες που κόβουν τις ιτιές μας
)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Xάdι λέ' να πάτ' ’ς έκεινο σπίτ' να φέριτ' κάτι να φάμ' λέ', ντεν ήβραμ' χουριά απ του σπίτ' λέ
(Άντε λέει να πάτε σ' εκείνο το σπίτι να φέρετε κάτι να φάμε, λέει, δε φέραμε κολατσιό από το σπίτι, λέει
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Φερίνκαν ντα τζ̑' οι ναίτζ̑ες μο τη σειρά τη χρεία του, βγκαλένκεν τα 'ίδα̈ στο ρουσ̑ί
(Του έφερναν και οι γυναίκες με τη σειρά το κολατσιό του, έβγαζε τα γίδια στο βουνό
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'τουν πας σου κόμμα, γάλια ζορμονάς χρειά σ'!
(Όταν πας στο χωράφι, πρόσεξε μην ξεχάσεις το κολατσιό σου!
)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
γ.
Ψωμοτύρι ως κολατσιό παιδιού
Αξ., Τροχ., Φλογ.
:
Πολλά φοράς νε ψωμί νε λερό νε χι̂ριά χέκνισ̑κεν ντα
(Πολλές φορές ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε κολατσιό δε τους έβαζε
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χιριά δεν τα ντίσκεν, αφήσκεν τα νηστικά
(Κολατσιό δεν τους έδινε, τα άφηνε νηστικά, ενν. τα παιδιά
)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
2. Αποχωρητήριο
Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
:
Σε πάου τσ̑η χρεία
(Θα πάω στο αποχωρητήριο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πβ.
αυγίτσα, καϊφαλτού