χρίσιμο
(ουσ. ουδ.)
χρίσιμο
[ˈxrisimo]
Γούρδ., Φερτάκ.
χρίσ̑ιμο
[ˈxriʃimo]
Αραβαν.
Με ουσιαστ. του ουδ. του μεσν. επιθ. χρίσιμος = κατάλληλος για επάλειψη, το οπ. από το ρ. χρίω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Ασβέστωμα
ό.π.τ.