ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Χριστός (ουσ. αρσ.) Χριστός [xriˈstos] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σατ., Τελμ., Τσελτ., Φάρασ. Γεν. Χρισ̑τού [xriˈʃtu ] Αξ. Χουρτσού [xurˈstu] Μισθ. Από την μεταγν. φρ. Ἰησοῦς χριστός (όπου χριστός = μυρωμένος, χρισμένος) με παράλειψη του επιθ.
1. Χριστός ό.π.τ. : Είπεντι ο Χριστός "Ατσόντo 'κανεί" (Είπε ο Χριστός: «Φτάνει τόσο» = Λουκ. 22.51 Ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐᾶτε ἕως τούτου) Φάρασ. -Lag. Κύρι͜ε ‘σού Χριστέ να με φυλάκνεις (Κύριε Ιησού Χριστέ να με προστατεύεις) Ανακ. -Κωστ.Α. Δεβαίνκε ο Χριστός ηύρεν αν τσοπάνος βόστσ̑ιστσ̑ε ΄ίδε (Πήγαινε ο Χριστός, βρήκε έναν τσοπάνο, βόσκαγε γίδια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Eγώ ήρτεν ένα καλόγερος με βάφκισεν και ας σο Χριστό πλόμαν χαμηλέ (Εμένα ήρθε ένας καλόγερος και με βάφτισε, και από τον Χριστό έμεινα έγκυος) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χριστός 'τουν ήρτιν, ετό ήτον Κάστρου τσ̑ι εκατό χρόνια ύστερα χαλασεν (Όταν ήρθε ο Χριστός, αυτό ήταν πολιτεία και μετά από 100 χρόνια χάλασε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αγκαχιώνας στέφανου φόρουσαν ντου Χριστό (Αγκάθινο στεφάνι φόρεσαν του Χριστού) Μισθ. -Κοτσαν. Τσαρμουχλάισαν το Χριστό στο ξύλο (Σταύρωσαν το Χριστό στο ξύλο) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ34 Ο Χριστός ήταν Γιαχουτής, τους κατέ'σκεν τα ρωμάκα; (Ο Χριστός ήταν Εβραίος, πώς ήξερε ελληνικά;) Σατ. -Παπαδ. || Φρ. Χουρστού Πάσκας (Του Χριστού το Πάσχα˙ Τα Χριστούγεννα) Μισθ. -Φατ. || Ασμ. Ήταν Μεγάλην Κερέκη και το Χριστός Ανέστη,
όλοι κεφάλι έκλιναν, βαγγέλια ανακρούνται
( Ήταν Μεγάλη Κυριακή και η λειτουργία της Ανάστασης,
όλοι έκλιναν το κεφάλι τους και άκουγαν με προσοχή τα ευαγγέλια)
Ανακ. -Παχτ.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί που καρφιόταν ο Χριστός και αρνιόταν τον ο Πέτρος
(Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί που καρφωνόταν ο Χριστός και αρνιόταν τον ο Πέτρος)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
2. Στην γεν., η εορτή των Χριστουγέννων Αξ.
3. Ο μήνας Δεκέμβριος Σατ.
4. Ιεροσόλυμα Φάρασ.