ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Χριστιανός (επίθ.) χριστιανός [xristçaˈnos] Γούρδ., Μισθ., Τροχ. χρισ̑τιανός [xriʃtçaˈnos] Σίλατ., Φλογ. χριστενός [xristeˈnos] Φάρασ. χρισγιανός [xrisʝaˈnos] Μισθ., Τσαρικ. χριστιάν' [xriˈstian] Ουλαγ. χριστιάνης [xriˈstçanis] Σίλ. Μεταγν. επίθ. Χριστιανός. Oi τύπ. χριστιάν', χριστιάνης αντιδάν. από τουρκ. hıristıyan.
1. Χριστιανός, βαφτισμένος στη θρησκεία του χριστιανισμού ό.π.τ. : Χριστιανοί γινάντ'σαν πολύ στο Χεγό τ'νε (Οι Χριστιανοί πίστευαν πολύ στον Θεό τους) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Ισ̑ύ χρισ̑τιανός δέ 'σαι μι, γιάτ' να με σκοτώεις; (Εσύ χριστιανός δεν είσαι, γιατί να με σκοτώσεις;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ούλους τους Χριστιάνηροι σε τους κόψω, μικροί μεγάλοι (Όλους τους Χριστιανούς θα του σφάξω, μικρούς και μεγάλους) Σίλ. -Κωστ.Σ. Στέρια του γένην Ανταλλαγή σ̑ουκώαν χριστιανοί, ήρταν σου Γιονανιστάν (Ύστερα όταν έγινε η Ανταλλαγή σηκώθηκαν οι Χριστιανοί, ήρθαν στην Ελλάδα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Χριστιανικός Μισθ. : Ἐκλουσαν στ' άλλα χριστιανά α χωριά (Γύρισαν, περιφέρθηκαν στα άλλα χριστινικά χωριά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ