ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χρόνισμα (ουσ. ουδ.) Πληθ. χρονίσματα [xroˈnizmata] Ανακ. Από το μεσν. ουσ. χρόνισμα (πβ. Ἀσσίζ. 228.25 «διὰ τὸ χρόνισμαν ἤγουν τὸ μάκρυμαν»), το οπ. από το αορ. θ. χρονισ- του ρ. χρονίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Στον πληθ., το ετήσιο μνημόσυνο με αρτοκλασία Ανακ. : Φκιάισ̑καν χρονίσματα (Έκανα ετήσιο μνημόσυνο με αρτοκλασία) Ανακ. -Κωστ.Α.