χταριώνας
(επίθ.)
χταριώνας
[xtaˈrʝonas]
Μισθ.
χτεριώνας
[xteˈrʝonas]
Μαλακ.
χτιαριώνας
[xtçaˈrʝonas]
Μισθ.
Από το ουσ. χτάρι, όπου και τύπ. χτέρ', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πέτρινος
ό.π.τ.
:
Χταριώνας σπίτ'
(Πέτρινο σπίτι)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887