χταριώνας
(επίθ.)
χταριώνας
[xtaˈrʝonas]
Μισθ.
χτεριώνας
[xteˈrʝonas]
Μαλακ.
χτιαριώνας
[xtçaˈrʝonas]
Μισθ.
Από το ουσ. χτάρι, όπου και τύπ. χτέρ', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025