ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χτρίζω (ρ.) χτιρίζω [xtiˈrizo] Αξ. χτρίζω [ˈxtrizo] Μαλακ., Σινασσ. Μτχ. χτρισμένος [xtrizˈmenos] Σινασσ. Από το ρ. χτρεύω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
1. Ξεκοιλιάζω Αξ. : Λάχ'σεν ντο το βόι και χτίρ'σεν καργιά τ' (Το κλώτσησε το βόδι και τον ξεκοίλιασε)
2. Σκάζω απόστημα ή πληγή ό.π.τ. : Το βύζ̑ινόζ-ου-μ' χτιρίσ̑τεν (Ο βούζουνάς μου έσπασε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. H παθ. μτχ., πληγωμένος Σινασσ. Συνών. γιαραδιάρης, γιαραλής, κρούω