χτρίζω
(ρ.)
χτιρίζω
[xtiˈrizo]
Αξ.
χτρίζω
[ˈxtrizo]
Μαλακ., Σινασσ.
Μτχ.
χτρισμένος
[xtrizˈmenos]
Σινασσ.
Από το ρ. χτρεύω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
1. Ξεκοιλιάζω
Αξ.
:
Λάχ'σεν ντο το βόι και χτίρ'σεν καργιά τ'
(Το κλώτσησε το βόδι και τον ξεκοίλιασε)
2. Σκάζω απόστημα ή πληγή
ό.π.τ.
:
Το βύζ̑ινόζ-ου-μ' χτιρίσ̑τεν
(Ο βούζουνάς μου έσπασε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.