ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρούω (ρ.) κρούω [ˈkruo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. κρούου [ˈkruu] Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ. κρούγω [ˈkruɣo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. κρούγου [ˈkruɣu] Μισθ., Σίλ. Παρατατ. έκρουγα [ˈekruɣa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. κρούιγα [ˈkruiɣa] Μαλακ. κρούγισ̑κα [ˈkruʝiʃka] Αξ., Γούρδ., Φλογ. κρούισ̑κα [ˈkruiʃka] Ανακ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ. κρούιξα [ˈkruiksa] Μισθ. κρούνκα [ˈkruŋka] Φάρασ., Φκόσ. κρούνκεινα [ˈkruŋcina] Τσουχούρ., Φάρασ. Αόρ. έκρουσα [ˈekrusa] Αξ., Σατ. Προστ. κρούε [ˈkrue] Αραβαν. κρούσ̑ι [ˈkruʃi] Μισθ. Πληθ. κρουσέτ' [kruˈset] Μισθ. Παθ. κρουέμαι [kruˈeme] Αφσάρ. Αόρ. κρούστα [ˈkrusta] Γούρδ. Μτχ. κρουσμένο [kruˈzmeno] Γούρδ. κρουσμένου [kruˈzmenu] Μισθ. Από το αρχ. ρ. κρούω. Ο τύπ. κρούγω μεσν., με ανάπτ. [ɣ] προς αποφυγή χασμωδίας. Η σημ. 4 δάνεια από την τουρκ. Για τις φρ. με σημ. ‘προσέχω τα λόγια κάποιου’ πβ. το τουρκ. kulak vermek. Για την φρ. κρούω τσαλγ̇ής πβ. τουρκ. ρ. çalmak = α) χτυπώ β) παίζω μουσικό όργανο, και λ. τσαλντώ 3 αλλά βλ. και την αρχ. σημ. του κρούω στο LSJ, λ. κρούω 5. Η φρ. κρούει όλιους μεσν.
1. Χτυπώ, πλήττω κάποιον με σκοπό να τον πληγώσω ή να τον σκοτώσω, με τα χέρια ή με όπλο ό.π.τ. : Κρούιξαμ' dά βόγια μι ντου φ'τσένdιρ', να πουρπαήσ'νι (Κεντρίζαμε τα βόδια για να προχωρήσουνε) Μισθ. -Κοτσαν. Κρούμε τα στσ̑υλία τζ̑αι σκοτώνομεν ντα (Χτυπάμε τα σκυλιά και τα σκοτώνουμε) Φάρασ. -Dawk. Kρουένdαι 'πενενdάου τουν (Χτυπιούνται μεταξύ τους) Αφσάρ. -Αναστασ. 'Συ μη μες βρίζεις, 'μεις πάλι μη σε κρούμε (Εσύ μη μας βρίζεις κι εμείς δεν σε χτυπάμε) Αφσάρ. -Αναστασ. Άφ'τα του τζ̑ο καμναίνει ατός, κρού' μες τσ̑αι 'ποπάνου (Άσε που δεν δουλεύει αυτός, μας χτυπά κι από πάνω) Αφσάρ. -Αναστασ. Κρούει κρούει σκοτών', κρούει-κρούει σκοτών', αφήκι ένα ντου μάνα τ' μι ντου βαβά τ' (Χτυπάει χτυπάει σκοτώνει, άφησε (ζωντανούς μόνο) την μητέρα του με τον πατέρα του) Μισθ. -Καραλ. Ο δεσπότ' έκρουσιν το δισώμι του παπά μακούσκα (Ο δεσπότης χτύπησε φιλικά τον παπά στον ώμο) Σατ. -Παπαδ. Παίνεαμε να ψωνίσωμε και τα άγρια Τούρκοι μας κρούιγαν (Πηγαίναμε να ψωνίσουμε και οι άγριοι Τούρκοι μας χτυπούσαν) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ντα αβτσία πολλά σαβάρια κρούιξαν τσι κανά γκιαΐτ' (Οι κυνηγοί πολλές φορές χτυπούσαν και κάνα ελάφι) Μισθ. -Κοτσαν. Πααίνκαν σον γαρνού το νέγκωσμα, κρούνκανε πέντε έξι γαρνά (Πήγαιναν στο κυνήγι των αγριοκάτσικων, χτυπούσαν 5-6 αγριοκάτσικα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Κρούω αφτί (Χτυπώ αφτί (κάπου)˙ Προσέχω, δίνω σημασία, (κρυφ)ακούω τα λόγια κάποιου) Αξ., κ.α. -Μαυρ.-Κεσ. 'τίν τζ̑ο κρού' (Δεν χτυπά αφτί (κάπου)˙ δεν ακούει τα λόγια κάποιου, δεν πιστεύει αυτά που ακούει) Φάρασ., Φκόσ. -Dawk. 'τί μη κρους (Αφτί μη χτυπάς˙ Μην πιστεύεις αυτά που ακούς, μη δίνεις σημασία) Φάρασ. -Αναστασ. 'φτσ̑ι μη κρούς (Αυτί μη χτυπάς˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κρουν ' του στ' αέρα (Το χτυπούν (το μωρό) στον αέρα˙ Το βγάζουν στον αέρα (το μωρό που πρόκειται να πεθάνει αβάφτιστο)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κρουγ̑' στο νου μ' (Χτυπά στον νου μου˙ θυμάμαι, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κρού' σο νου μου (Χτυπά στον νου μου˙ το ίδιο) Φάρασ. -Ανδρ. Κρού' σο 'χ̇ίλι μου (Χτυπά στο μυαλό μου˙ το ίδιο) Φάρασ. -Αναστασ. Κρούγου σεμάι (Χτυπώ σημάδι˙ Βάζω σημάδι σε οικόσιτο ζώο έτσι ώστε να το αναγνωρίζω από τα ζώα άλλων) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έκρουεν ντο όλιος (Τον χτυπούσε ο ήλιος˙ έπαθε ηλίαση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Γόνατα κρούω (Γόνατα χτυπώ˙ Κρατώ όρθια τα γόνατά μου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Κρούσ̑ι κρούσ̑ι (Χτύπα χτύπα˙ χτυπώντας, από τον πολύ ζήλο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Με κρους το γιαυτός (Μη χτυπάς τον εαυτό σου˙ μην κουράζεσαι, πρόσεχε την υγεία σου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κρούει όλιους (Χτυπάει ο ήλιος˙ Προβάλλει ο ήλιος) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Ο φρόνιμος 'σώστου να νανοστεί, ο δομένος κρου' τσ̑αι δεβαίνει (Ο φρόνιμος ώσπου να σκεφτεί, ο τρελός χτυπά και περνά˙ για τους σχολαστικούς, που ψειρίζουν τα πράγματα, χάνοντας πολύτιμο χρόνο, με αποτέλεσμα να χάνουν από άλλους που δεν σκέφτονται τόσο πολύ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ντεμ μπορεί να φαΐσ' το γαϊdούρ', κρουγ̑' το σεμέρι τ' (Δεν μπορεί να δείρει το γαϊδούρι, χτυπά το σαμάρι του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κουφοριού το χύρα όσο γκρεύεις κρούε το (Του κουφού την πόρτα όσο θέλεις χτύπα την˙ Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ο Θι-ός α̈́ρ να κρούν'κε 'τι σου στσ̑υλ-λού το καdζ̑ί, κάτα μέρα χα χάσει α σπίτι (Ο Θεός, αν ήταν να ακούει του σκύλου τον λόγο, κάθε μέρα θα κατάστρεφε ένα σπίτι˙ Οι κατάρες των κακών δεν πιάνουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του τζ̑ο με κρου' το φίδι, να σώσει 'κατό χρόνες (Το φίδι που δεν με δαγκάνει, να ζήσει 100 χρόνια˙ Το έλεγαν κάποιοι, όταν δεν ήθελαν να εμπλακούν σε ξένες εχθρότητες ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μ' ένα νιχέρ' έκρουγε ερυό πουλιά (Με μιά πέτρα χτυπούσε δυο πουλιά˙ μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια) -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Ζεβρά ηύρεν έκρουσε, δεξιά ηύρεν και θέρ'σεν
Εφτά βορτόνια φόρτωσεν ωτίτσα και μυτίτσα
(Στ' αριστερά τους πέτυχε και τους χτύπησε, στα δεξιά τους πέτυχε και τους θέρισε
Εφτά μουλάρια φόρτωσε μ' αφτάκια και μυτούλες)
Σίλατ. -Φαρασόπ.
Συνών. βαρώ, γιαναντίζω, κοπανίζω, φαγίζω
β. Δέρνω Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. : Ετά κρούγ' με (Αυτός με δέρνει ) Σίλατ. -Χωλόπ. -Κρούιξαν ναίτσ̑ις; - Dα ναίτσ̑ις, ντα ναίκα ντεν bορείς να ντου φαΐσ̑εις. (- Χτυπούσε γυναίκες; - Τις γυναίκες, την γυναίκα δεν μπορείς να την χτυπήσεις ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Όποτε ντο̈γΰστϋζαν άντρα και ναίκα, κρούισ̑κε άντρα το ναίκα, κι εκείνο κρούισ̑κε το φσ̑άχι̂ τ' (Όποτε μάλωνε το αντρόγυνο, έδερνε ο άντρας την γυναίκα, κι εκείνη έδερνε το παιδί της ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μη σαλεύιτε, να σας δώκομεν τζαι να σας κρούσωμεν (Μην κουνιέστε, θα σας χτυπήσουμε και θα σας βαρέσουμε ) Φάρασ. -Thumb Μπίργαdα κρούει ντα φσ̑άχα (Συνέχεια δέρνει τα παιδιά ) Μισθ. -Φατ.
γ. Η μτχ., πληγωμένος Γούρδ.
δ. Η μτχ., κρουσμένος, τρελός Μισθ. : Τσείδι κρουσμένου απ΄του Χεό (Είναι βαρεμένος από τον Θεό ) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Χτυπώ κάτι επαναλαμβανόμενα και ρυθμικά ό.π.τ. : Άρχεψε να κρουγ̑' ένα παρλάχ' τεψί, το κρεμότουν ασ' το ταβάν' (Άρχισε να χτυπά ένα γυαλιστερό ταψί, που κρεμόταν από το ταβάνι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το κελέμ' κρεμασμένο στο ξ̑ύλο κρουγ̑' το κιρυός (Το κολοκύθι κρεμασμένο στο δέντρο το χτυπά ο αέρας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Kρούου ντου πασσάλ' (Χτυπώ τον πάσσαλο) Μισθ. -Κοτσαν. Κρούει ντου νταβούλ' (Χτυπά το ταμπούρλο) Μισθ. -Κοτσαν. Σαμού κρούνκαν το σήμαντρο, ερχούσαν του κάχε τα χωρίου οι Τούρτζ̑οι (Όταν χτυπούσαν το σήμαντρο, έρχονταν οι Τούρκοι από τα διπλανά χωριά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Κρούιξαμ' ντα χέρια (Χτυπούσαμε τα χέρια˙ χειροκροτούσαμε) Μισθ. -Κοτσαν. Κρούου κιοστρά (Χτυπώ (κάποιο αντικείμενο πάνω στο) ακόνι˙ Ακονίζω) Μισθ. -Κοτσαν.
β. Λειτουργώ με ρυθμικές ή επαναλαμβανόμενες κινήσεις Γούρδ., Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Κρούει καργιά μ' (Χτυπά η καρδιά μου ) Μισθ. -Κοτσαν. Κρούστη καbάνα (Χτύπησε η καμπάνα ) Γούρδ. -Καράμπ. Σάμου κρούνκεινι το κροτάρι 'ζ εκκλεσίας τσ̑ίπ τουν πααίγκανι σην εκκλεσία (Όταν χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας όλοι τους πήγαιναν στην εκκλησία ) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Τρακ κρούει ντου κινητό, αν ντου έσ̑εις ζαντουμένου (Δονείται το κινητό αν το έχεις κλειστό ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κρούει δου τηλέφωνο (Χτυπάει το τηλέφωνο ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Κρούμ’ τ͑υνιάμα (Ρίχνουμε θυμίαμα ˙ θυμιατίζουμε) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Χτυπώ πάνω σε κάτι, συγκρούομαι με κάτι Μισθ., Φάρασ. : Τ΄ άλλου κρούιξι 'ς ζάdα απάν' (Το άλλο (λάστιχο) χτυπούσε πάνω στην ζάντα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κρούνκαν σο θάλι 'γνέντα (Χτυπούσαν πάνω στην πέτρα) Φάρασ. -Ανδρ. || Φρ. Ντα π'τάαρια τ' κρούν' σου γκόλου τ' (Τα πόδια της χτυπάν στον κώλο της˙ Τρέχει πολύ γρήγορα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. δίνω
β. Η μτχ., κολλητός Μισθ. : Έχισ̑καν κρουσμένα τα σπίτια (Είχαν τα σπίτια κολλητά το ένα με το άλλο ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
4. Ως λειτουργικό ρ. κενό σημασίας, κάνω αυτό που δηλώνει το αντικείμενο, κάνω, φτιάχνω, παρασκευάζω Μισθ., Φάρασ. : Κρούω νιστία (Ανάβω φωτιά) Φάρασ. -Ανδρ. Κρούω τοιέχος (Χτίζω τοίχο) Φάρασ. -Ανδρ. Σωροβιέντι, κρουν Μαάλ' Τσ̑ερετσ̑ής νισ̑ές· ούσε να φωτίσ', έχουν νισ̑ά, κρουν ντα μαλαχτά (Μαζεύονται, ανάβουν του Πάσχα τις φωτιές· μέχρι να φωτίσει έχουν φωτιά, πετούν στην φωτιά τις κοπριές) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κρούγου καταπατιά (Κάνω μιά βελονιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κρούγου ναγγιριώνα (Τσαπίζω το περιβόλι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κρούισ̑καν ντο κούπις (Του έβαζαν βεντούζες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κρούγου κρομμύγια (Φυτεύω κρεμμύδια χρησιμοποιώντας σκεπάρνι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κρούισ̑καμ' ποτήρια (Βάζαμε βεντούζες) Δίλ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Κρούω πουλ-λί (Κάνω πουλί˙ Γεννώ νεοσσό) Φάρασ. -Ανδρ. Κρούου ψυσ̑ή (Χτυπώ ψυχή˙ Είμαι στα τελευταία μου) Μισθ., Φάρασ. -Κωστ.Μ. Κρούει 'αλία (Βγάζει φωνή˙ φωνάζει) Φάρασ. -Καρολ. Κρούμ’ τ͑υνιάμα (χτυπώ θυμίαμα˙ θυμιατίζω) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κρούω τη μάρκα (Χτυπώ το σημάδι˙ μαρκάρω (ζώο) με πυρωμένο σίδερο) Φάρασ. -Dawk. Κρούγου σεμάι (Χτυπώ σημάδι˙ Βάζω σημάδι ιδιοκτησίας σε κάποιο ζώο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ισιάζω, ποίκω, σάνω, φτιάχνω
β. Προκόβω Φάρασ. : Κρούνκανε πουλύ τα μελίσσα, πλεθυνένκανε (Τα μελίσσια πρόκοβαν πολύ, πλήθαιναν ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.