ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δίνω (ρ.) δίνω [ˈðino] Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. δίνου [ˈðinu] Μαλακ. ντίνω [ˈdino] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φερτάκ. ντίνου [ˈdinu] Μισθ. ντίζου [ˈdizu] Τσαρικ. γίνου [ˈʝinu] Δίλ., Μισθ., Τσαρικ. δίδου [ˈðiðu] Αφσάρ. δίτω [ˈðito] Φάρασ. δίτου [ˈðitu] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. διτίνω [ðiˈtino] Φάρασ. ντών-νου [ˈdonnu] Σίλ. ντώνου [ˈdonu] Σίλ. ρών-νου [ˈronnu] Σίλ. ρώνου [ˈronu] Σίλ. Παρατατ. δίνισ̑κα [ˈðiniʃka] Τελμ., Τροχ. ντίνισκα [ˈdiniska] Αραβ. ντίσ̑κα [ˈdiʃka] Αξ. γίνιξα [ˈʝiniksa] Μισθ. γκίνισκα [ˈɟiniska] Μισθ. ντων-νινόσκα [donniˈnoska] Σίλ. δίνκα [ˈðiŋka] Φάρασ. δίνgα [ˈðiŋga] Φάρασ. δίκα [ˈðika] Φάρασ. Αόρ. έδωκα [ˈeðoka] Σινασσ., Φλογ. έντωκα [ˈedoka] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. έdεκα [ˈedeka] Γούρδ., Ουλαγ., Φερτάκ. δώκα [ˈðoka] Ανακ., Αφσάρ., Κίσκ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. ντώκα [ˈdoka] Αξ., Αραβ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. ρώκα [ˈroka] Σίλ. εδέκα [eˈðeka] Ποτάμ., Τελμ., Φλογ. δέκα [ˈðeka] Ποτάμ., Τελμ., Φλογ. Υποτ. δώσω [ˈðoso] Αφσάρ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. δώκω [ˈðoko] Ανακ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φλογ. ντώκω [ˈdoko] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τζαλ., Φλογ. ντώκου [ˈdoku] Μισθ. δέκω [ˈðeko] Τελμ. ντέκω [ˈdeko] Ουλαγ. ρώσου [ˈrosu] Σίλ. Προστ. Εν. δώσε [ˈðose] Μισθ., Φάρασ. δώσι [ˈðosi] Αφσάρ., Φάρασ. δώσ' [ðos] Αφσάρ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. δω [ðo] Μισθ. ντώσ' [dos] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ. ρώζ' [roz] Σίλ. δέσ' [ðes] Τελμ. ντέσ' [des] Ουλαγ. ντε [de] Φερτάκ. νόμας [ˈnomas] Φάρασ. νάμους [ˈnamus] Τσουχούρ. Πληθ. δώσετε [ˈðosete] Φάρασ. δώσεdε [ˈðosede] Φάρασ. δώσετ' [ˈðoset] Μαλακ. δωσέτ' [ðoˈset] Φλογ. ντώσετ' [ˈdoset] Γούρδ. ντώκετ' [ˈdocet] Τροχ. ντώτετ' [ˈdotet] Αραβαν. ντώτ' [dot] Αξ., Μισθ. δώσε [ˈðose] Φάρασ. ντέσετ' [ˈdeset] Ουλαγ. ντεσέτ' [deˈset] Ουλαγ. ντεμέτ' [deˈmet] Φερτάκ. νομάτε [noˈmate] Φάρασ. Παθ. ντινιέμαι [diˈɲeme] Αξ. Αρσ. ντοκτήχα [doˈktixa] Αξ. τόστα [ˈtosta] Φλογ. Μτχ. δομένος [ðoˈmenos] Σινασσ., Φάρασ. δογμένος [ðoɣˈmenos] Σινασσ. Μεσν. ρ. δίνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. δίδω (< αρχ. δίδωμι με μεταπλ. κατά την θεματική συζυγία). Ο τύπ. δώνω νεότ. αναλογ. προς τον αόρ. ἔδωσα (Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α΄, 75, 272, 290). Ο τύπ. διτίνω από τύπ. δίτω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω (Καρολίδης 1885: 150, Ανδριώτης 1948: 43).
1. Παρέχω, βάζω κάτι στο χέρι κάποιου ή το φέρνω κοντά του, έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει, παραδίδω : Έχω 'να φσ̑άχ' και έχω κι ένα πρόβατο και αλμέζω και δίνω το και τρώγει το (Έχω ένα αγόρι κι έχω ένα πρόβατο και το αρμέγω και του δίνω και το πίνει) Τελμ. -Dawk. Μάνα τ'νε ντίν' ντα απ' ένα κότσ̑ιλο (Η μάνα τους τα δίνει από ένα κότσι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντα σέφλα τ' γίν' δα 'ς άλουγου (Τα τσόφλια (του μήλου) τα δίνει στο άλογο) Τσαρικ. -Καραλ. Συ μπάλι α ψοφής, τζ̑ο δίδου τα (Εσύ ακόμα κι αν ψοφήσεις, δεν σ' το δίνω) Αφσάρ. -Dawk. Γίνου ντου οπίσ' (Το δίνω πίσω) Μισθ. -Κοτσαν. Ούλα ρών-νει τα τσ̑ην γκόρην ντου (Όλα τα δίνει στην κόρη του) Σίλ. -Dawk. Μο του τζ̑ο δίτει τζ̑ό 'νι, παίρει τσ̑όγας (Όχι μόνο δεν δίνει αλλά παίρνει κιόλας) Φάρασ. -Αναστασ. Ήλμεζεν ντο πρόβατο και δίνισ̑κεν ντα και έτρωγαν (Άρμεγε το πρόβατο και τα έδινε (γάλα) και έπιναν) Τελμ. -Dawk. Απ' έκτετε και κείχε ναίκα ερούτον τ' οβντουμάγια 'να σεφερ', παίρισ̑κεν τ' κερβανιού τα φορτσ̑ες, πλύνισ̑κεν ντα καλά, ντίσ̑κεν ντα (Από τότε και στο εξής η γυναίκα ερχόταν μιά φορά την εβδομάδα, έπαιρνε τα ρούχα του καραβανιού, τα έπλενε καλά, τα σιδέρωνε, τα έδινε (πίσω στους πελάτες)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ο πατέρας μου δίνκε μισακά το χωράφι και όταν θερίσκαμε το στάρι το παίρνκαμε μισά-μισά (Ο πατέρας μου έδινε το χωράφι μισακό και όταν θερίζαμε παίρναμε το στάρι μισά-μισά (με τον μισακάρη)) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Δώκιν του ρούπ' (Του έδωσε το μέτρο) Μαλακ. -Dawk. Δώκαν α χαρτίου (Δώσαν ένα χαρτί) Κίσκ. -Dawk. Δώdζ̑εν ντα μο ντη φέσαν ντου νερό (Του έδωσε νερό μέσα στο φέσι του) Φάρασ. -Dawk. Δώτσ̑ιν το νομάτη τα παράδια (Έδωσε στον άνθρωπο τα χρήματα) Φάρασ. -Bağr. Ό,τ͑ινα το ντώκα ζολμόντσα το (Ξέχασα σε ποιον το έδωσα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ρώκα του ρυό μουσ̑ές (Του έδωσα δυο γροθιές) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ιτό έdεκέν ντο (Της το έδωσε) Ουλαγ. -Dawk. Και πιάσεν τ' άλογο και δέκεν ντο σο πατισ̑άχο (Και έπιασε το άλογο και το έδωσε στον βασιλιά) Τελμ. -Dawk. Χεμ δέκεν ντο κι έφαγεν, χεμ φίλ'σεν τζ̑ην (Και της έδωσε φαγητό και την φίλησε ) Τελμ. -Dawk. Να με δως του νταντά σου τη λαχτυλίδα (Να μου δώσεις το δαχτυλίδι του πατέρα σου) Φάρασ. -Dawk. Έλα αbέσω και αζ δώκω το κιριάς (Έλα μέσα και θα σου δώσω το κρέας) Φλογ. -Dawk. Το να ντώκεις σ' εκείνο, ντώσ' το 'ς εμέ (Αντί να το δώσεις σ'εκείνον, δωσ' το σε μένα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αυτό αν τα ρώνεις, σε σώσεις τσ̑η ψ̑υσ̑ή σου (Αν το δώσεις αυτό, θα σώσεις την ψυχή σου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ό,τσ̑ι κ͑αdάρ λίρες και αν θέλεις, 'α σε δέκουμ' (Όσες πολλές λίρες κι αν θέλεις, θα σου δώσουμε) Τελμ. -Dawk. Ντο χατέμ γιουσούκ ον ντο ντέκεις εμέ, να σε βγάλω (Αν μου δώσεις το δαχτυλίδι-σφραγιδόλιθο, θα σε βγάλω) Ουλαγ. -Dawk. Ντώσ' μι λίου ντου τσικίνι μ', να σι ντώκου ντου χαρτσιλούχ' σ' (Δώσ' μου λίγο το κομπόδεμά μου, να σου δώσω το χαρτζιλίκι σου) Μισθ. -Κοτσαν. Να τα πάρουμι κι να τα ρώσουμι μέγα μας παιρί (Ας τα πάρουμε και ας τα δώσουμε στον μεγαλύτερο γιο μας) Σίλ. -Dawk. Άλεϊ να μη 'υρεύ' π͑αράδα τζ̑ο φτάνει άμ-μα δώσι τσ̑όγας (Δεν φτάνει μόνο να μη ζητάς λεφτά αλλά δώσε κιόλας ) Αφσάρ. -Αναστασ. Αdέ το χαρτίο δώσ' τα τιζ νομάτοι (Αυτή την επιστολή δώσ' την στους ανθρώπους, ενν. του βασιλιά) Φάρασ. -Dawk. Βα, δώζ' με εκατον λίρες (Πάτέρα, δώσ' μου εκατό λίρες) Φλογ. -Dawk. Ρώσ' μου νιούγου να φάγου (Δώσ' μου να φάω λίγο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έτο το πουσλά δέσ' το 'ς εκείνα (Δώσε σ' εκείνους αυτό το γράμμα) Τελμ. -Dawk. Ντέσ' με λίο νισ̑τά (Δώσ' μου λίγη φωτιά) Ουλαγ. -Dawk. Νόμας είκοσι σ̑ίλε λίρες, να σε τα δώσω (Δώσ' μου 20.000 λίρες, να σου τον δώσω) Φάρασ. -Dawk. Δώσετε τα τάθε σας (Βάλτε τα πόδια σας σε αυτό) Φάρασ. -Dawk. Δώσεdε ντα α ιλενgέρι λίρες (Δώστε του ένα πιάτο λίρες) Φάρασ. -Dawk. Ντεσέτ' με λίο μέλ' γκαι λίο καράκ' (Δώστε μου λίγο μέλι και λίγο βούτυρο) Ουλαγ. -Κεσ. Ντώτ' με 'να λερό κι ας πσ̑ω (Δώστε μου λίγο νερό να πιω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντώσετ' με λίγο ψωμί (Δώστε μου λίγο ψωμί) Γούρδ. -Dawk. Ντώτετ' μας ένα ντανεικό ψωμί (Δώστε μας ένα δανεικό ψωμί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Νομάτε το μασ̑αίρι μου (Δώστε το μαχαίρι μου) Φάρασ. -Dawk. Νάμους το σον το βόιδι τσ̑αι σον τόπου του να σα δώσου το γαϊρίδι μας (Δώσ' μου το βόδι σου και σε αντάλλαγμα θα σου δώσω τον γάιδαρό μας) Τσουχούρ. -Αναστασ. Αχ, να με δώτσ̑ες ατιά τα π͑αράδε σε μένα! (Αχ, να μου έδινες σε μένα αυτά τα χρήματα!) Αφσάρ. -Αναστασ. Να μα δίνκις π͑αράδα, 'γώ 'α σα ήγριψα (Αν μου έδινες χρήματα, θα σε φρόντιζα) Αφσάρ. -Αναστασ. Κωστίκα, δω μ' δραχμές! (Κωστίκα, δώσ' μου δραχμές!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ονdάποιο του βουτά το χέριν σο κρεχένι, 'πέσου πέσ̑', αdζ̑είνος ένι του 'α με δώσει σα χέρε (Όποιου το χέρι με το οποίο βουτά στο πιάτο, πέσει μέσα (στο υγρό του πιάτου), εκείνος θα με παραδώσει (στων κακών) τα χέρια = Ματθ. 26.23 Ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός με παραδώσει) Φάρασ. -Lag. || Φρ. Ντίν' παίρ' (Δίνει παίρνει˙ πνέει τα λοίσθια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντίνω πρόσωπο (Δίνω πρόσωπο˙ ενθαρρύνω. Πβ. τουρκ. φρ. <em>yüz vermek</em>.) Ουλαγ., Αξ., Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Ντίνω το απάνω (Το δίνω απάνω˙ το πουλώ ακριβά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντίνω νισ̑τιά (Δίνω φωτιά˙ ανάβω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Nτίνω το λιάρ' στα χέρια (Δίνω το καπίστρι στα χέρια˙ άγομαι και φέρομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντίνω τα ντόκια (Δίνω τα δοκάρια˙ κατεβάζω τα δοκάρια του μάγγανου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντίνω λαλιά (Δίνω λαλιά˙ μιλώ, φωνάζω. Πβ. τουρκ. φρ. <em>ses vermek</em>.) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Δίτω 'αλία (Δίνω λαλιά˙ φωνάζω) Φάρασ. -Ανδρ. Ντίνω το μπελά τ' (Του δίνω τον μπελά του˙ τον βασανίζω. Πβ. τουρκ. φρ. <em>belasını vermek</em>) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντίτω τον πελά του (Του δίνω τον μπελά του˙ τον βασανίζω) Φάρασ. -Αναστασ. Ντίνω στο στόμα (Δίνω στο στόμα˙ υποδεικνύω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Δίτω σα σ̑έρε (Δίνω στα χέρια˙ προδίδω) Φάρασ. -Ανδρ. Δεν μου δίν' χέρ' (Δεν μου δίνει χέρι˙ δεν μπορώ, δεν επιχειρώ, δεν με βοηθά) Σινασσ. -Αρχέλ. Ντίνω το 'μαυτό μ' (Δίνω τον εαυτό μου˙ αυτοκτονώ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γίνου ντου λόγου μ' (Δίνω τον λόγο μου˙ υπόσχομαι) Μισθ. -Κοτσαν. Ρώκασ' καλαντζί (Δώσαν λόγο˙ δώσαν υπόσχεση για αρραβώνα και γάμο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ρώνου τα πρόσ'που (Του δίνω πρόσωπο˙ τον καλομαθαίνω) -Κωστ.Σ. Χεγός ντώκεν τ' νοργή τ' (Ο Θεός έδωσε την οργή του˙ ο Θεός τιμώρησε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Το τ͑υφλό ένα ματ' έκρευεν γκαι ο Χεός ντώκεν ντο ντυό (Ο τυφλός ένα μάτι ζητούσε και ο Θεός του έδωσε δύο˙ για περιπτώσεις αναπάντεχης ευτυχίας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Με τα χέρια σ' να το ντώκεις, εκείνο παίν' 'ντάμα σ' (Με τα χέρια σου ό,τι δώσεις, εκείνο πηγαίνει μαζί σου˙ πρέπει να κάνεις ελεημοσύνες για να βρεις ανταμοιβή στον άλλο κόσμο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ό,τι 'α δώζ' μο τα σ̑έρε σου, ατσ̑είνο 'α υπά’ 'ντάμα σου (Ό,τι δώσεις με τα χέρια σου εκείνο πηγαίνει μαζί σου˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μα και ντώζ' με κι εμένα (Πάρε και δώσε μου κι εμένα˙ όταν μιά δουλειά μπορεί να είναι επικερδής για περισσότερα από ένα άτομα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το ντε κλαίγ̑' το φσ̑αχ', μάνα τ' βυζ̑ί ντέν ντο ντίν' (Στο μωρό που δεν κλαίει η μάνα του βυζί δεν του δίνει˙ αν δεν ζητήσεις κάτι, δεν θα σου το δώσουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Τσ̑αρτσ̑ής ντώκι μι τζ̑ινία
Τα τζ̑ινία ντώκα ντα κορίτσ'
Nτου κορίτσ' ντώκι μι σ̑ύκα
(Ο γυρολόγος μου έδωσε χάντρες
Τις χάντρες τις έδωσα στο κορίτσι
Το κορίτσι μού 'δωσε σύκα
(παιδ. άσμα για πρόκληση βροχής, η αναφορά στα σύκα λόγω μη γηγενούς παραγωγής τους))
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Δώσ' με χιλίους εμbρός και χίλιους από πίσω
και δύο χιλιάδες τριγύρω, τον Κωνσταdή να φέρω
(Δωσ' μου χίλιους εμπροσθοφυλακή και χίλιους οπισθοφυλακή
και δυο χιλιάδες κύριο στράτευμα,
για να (σου) φέρω τον Κωνσταντή)
Σινασσ. -Lag.
Αμέτρητα τα ξέβαλε κι αψήφιστα τα δώκε (Τα έβγαλε αμέτρητα και τα έδωσε ανυπολόγιστα) Σινασσ. -Lag.
β. Δίνω ως σύζυγο : Εγώ την γκόρη μου αdζ̑εί τα σπίτα τζ̑ο δίτου τα (Εγώ την κόρη μου σ' εκείνα τα σπίτια δεν τη δίνω ) Φάρασ. -Dawk. Χεν ντα ποίκ' α κ͑ονάχι τσ̑αι ντεστέρου τα δώκω (Πρώτα να φτιάξει ένα παλάτι και μετά θα τη δώσω (την κόρη μου για νύφη) ) Τσουχούρ. -Dawk. Ο Σάββας 'ύριψινι αν γκορίτζι, τζ̑ο δώκαν ντα (Ο Σάββας ήθελε να παντρευτεί ένα κορίτσι, δεν του το έδωσαν ) Τσουχούρ. -Dawk. Ντώκεν το κορίτσ̑' εκεί στο παιγί, το ντεν έχ' βαβά (Έδωσε το κορίτσι σ' εκείνο το αγόρι, που δεν έχει πατέρα ) Αξ. -Dawk. «Σε υπάεις σε 'υρέψεις κόρην ντους παιρί μας»· πήι, 'ύρεψεν τζη, ρώκαν τζη («Θα πας να γυρέψεις την κόρη τους για τον γιο μας»· πήγε, την γύρεψε, την έδωσαν. ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συ, βασιλέ, έγραψες τα κι να δώσωμε την γκόρη σου αdζ̑εί σο παλληκάρι (Εσύ, βασιλιά, το έγραψες να δώσουμε την κόρη σου για γυναίκα σ' εκείνο το παλληκάρι ) Φάρασ. -Dawk. Αν ντέ σε έπ'καμ' νύφ' τουν, ντέσ̑κα να σε ντώκω ήτουν σ' έτο το παλληκάρ' (Αν δεν είχα κάνει (ήδη) νύφη, τώρα αμέσως θα σε έδινα σ' αυτό το παλληκάρι ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τάδε 'ου σπίτ' καλό 'νι· αν ντώκου 'ου κορίτσι μ', καλό 'νι (Αυτή η οικογένεια είναι καλή ·αν δώσω (εκεί για νύφη) το κορίστι μου, είναι καλό ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. T' αγαπά το κορίτσ̑ι τ' κανείς στον άνdρα ντέν ντο ντίν', και τ' αγαπά το παιγί τ' στο ντιάσκαλε ντέν ντο γιολ-λαdι̂́ζ̑' (Όποιος αγαπά το κορίτσι του δεν το δίνει σε άντρα, και όποιος αγαπά το παιδί του δεν το στέλνει στον δάσκαλο ˙ αναφορά στο ότι παλιότερα πολλές σύζυγοι και πολλοί μαθητές κακοπερνούσαν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
γ. Πληρώνω, ανταμοίβω : Ντώκεν τα ντέκ-κα, πήρεν ένα άλογο κι ένα σιλάχ' στο γιαυτό τ' (Έδωσε τις 10 λίρες, πήρε ένα άλογο κι ένα όπλο για τον εαυτό του ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Καθένας ντώκαν απί τριάνdα, σεράνdα δραχμία (Καθένας έδωσε από 30, 40 δραχμές ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ «Ἀ σε δώκω σεράνdα παράδια το τζ̑ιγάρ». «Δώσ' το με» είπεν· κι εκείνο δώκεν ντo («Θα σου δώσω σαράντα παράδες για το φτερό». «Δώσ’ μου τα», είπε. Κι εκείνος του τα έδωσε ) Φλογ. -Dawk. Τριάνdα πρόβατα, τρία αγελάδες, λάιστο δωσέτ' με πενdακόσια φράνgα (30 προβάτα και τρεις αγελάδες, τουλάχιστον δώστε μου πεντακόσια φράγκα ) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Μη δίτ͑' τα π͑αράδα σου τσ̑αι 'στέρου τζ̑ο πορείς να 'γοράσ' ψωμί (Μην ξοδεύεις τα λεφτά σου και μετά δεν μπορείς να αγοράσεις ψωμί ) Αφσάρ. -Αναστασ. Να μας ντώκ'νι καπένdι, έικουσ̑' φράνgα μεροκάματο (Να μας δώσουν 15-20 φράγκα μεροκάματο ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έdεκεν ντο παράϊγια (Του έδωσε χρήματα ) Φερτάκ. -Dawk.
δ. Επιτρέπω : Αγάγε ντώκαν βόρος (Οι αγάδες επιτρέψαν το λίχνισμα ) -Μαυρ.-Κεσ.
2. Χτυπώ ό.π.τ. : Nτώνουμ' τα τσ̑ην ιγή και νίσκονdαι π͑αρτσά π͑αρτσ̑ά (Τα χτυπούμε στη γη και γίνονται κομμάτια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το κελέμ' ντίσ̑κεν στο ξ̑ύλο τακ͑ıρdάdıζε (Το κολοκύθι χτυπούσε στο δέντρο, έκανε θόρυβο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τον έδωκα μιά (Του έδωσα μία, του έδωσα ένα χτύπημα) Σινασσ. -Αρχέλ. Ό,τλαγαν γκαι το ντώκεν, έρ'ψεν ντο κάτω (Μόλις τον χτύπησε, τον έρριξε κάτω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κρυβήσ'κι, ντώκιν ντου (Κρύφτηκε και τον χτύπησε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κι εκείν' δέκεν ιμιά το φιρκάλ' (Κι εκείνη χτυπά μιά φορά τη σκούπα) Τελμ. -Dawk. 'άν'dα δώσει, 'α κοπεί (Αν το πελεκήσει, θα κοπεί) Φάρασ. -Dawk. Είπεν ντι το ραβδί κι: «Άμε! Ατζ̑είνα τον ντερβίσ̑η δώσ' τα, σκώdα τα»· πήγεν το ραβντί, δώdζ̑εν ντον ντερβίσ̑η, σκώτ'σεν ντα (Είπε (το παιδί) στο ραβδί: «Άντε, εκείνον τον δερβίση χτύπα τον, σκότωσ' τον!»· πήγε το ραβδί, χτύπησε τον δερβίση, τον σκότωσε) Φάρασ. -Dawk. Μο μότο ξύου μου τα κρους, δώσ' τα τσ̑αι μότο σίδ'ρο (Μόνο με το ξύλο μην το χτυπάς, χτύπα το και με το σίδερο) Αφσάρ. -Αναστασ. Μη σαλεύιτε, να σας δώκομεν τζαι να σας κρούσωμεν (Μην κουνιέστε, θα σας χτυπήσουμε και θα σας βαρέσουμε) Φάρασ. -Thumb || Φρ. Ντίνω τα χέρια μ' (Χτυπώ τα χέρια μου˙ χειροκροτώ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντίνω το 'μαυτό μ' (Χτυπώ τον εαυτό μου˙ αυτοκτονώ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Με δώκαν τα δονdάρε μου (Χτυπούσαν τα δόντια μου (από το ρίγος της ελονοσίας)) Φάρασ. -Ζουρνατζ. || Παροιμ. Δώτσ̑εν 'πο 'πουκάτου, έβκην 'ποπάνου (Χτύπησε από κάτω, βγήκε από πάνω˙ για εκείνον που τελειώνει γρήγορα τις δουλειές του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Με τ' ένα τ͑ερ' ντώκεν ντυό πουλιά (Με μιά πέτρα χτύπησε δυο πουλιά˙ μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Έσυρεν τζαι δώτσε τσ̑αι α γεσίλι χτες την ευίτσα (Τουφέκισε και χτύπησε (θανάσιμα) μιά αγιόπαπια χθες την αυγούλα) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ήρτ' ένα πουλίτζι να κοκκολογήσει
Έσυρα και δώκα το τσακ στην ποδαρίτζαν του
(Ήρθ' ένα πουλάκι να τσιμπολογήσει
Έβγαλα το όπλο και το χτύπησα ακριβώς στο ποδαράκι του)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Εκεί ο Γιαννάκης - αχ, Γιαννάκη μου -δομένος, σκοτωμένος (Εκεί (κείτεται) ο Γιαννάκης -αχ, Γιαννάκη μου - χτυπημένος, σκοτωμένος) Σινασσ. -Lag. Συνών. βαρώ :2, γιαναντίζω, κρούω :1, φαγίζω :1
β. Πετώ, ρίχνω Σίλ., Τελμ., Φάρασ. : Ντώκα του χαϊά (Του έρριξα πέτρα ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το θάλι δώτσ̑εν ντα σον ντόπαν ντου (Την πέτρα την έρριξε στον στόχο της ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πήρεν ένα κ͑αϊγιά και, 'άν'dο δέκεν σο σπίτσ̑' χερσλάν, του σπιτσ̑ιού το ήμ'σο κ͑iρι̂́λ'σεν (Πήρε μιά πέτρα και, όταν την έρριξε με όλη του την δύναμη στο σπίτι, το μισό σπίτι καταστράφηκε ) Τελμ. -Dawk.
γ. Χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι, συγκρούομαι Μισθ., Φλογ. : Βαβά ντώκι εχτές ντου βράυ (Ο πατέρας τράκαρε χθες βράδυ ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντώκι ένα σαβάρ' σε μιά λακούβα, τινιάχτη δου μηχανάκι (Χτύπησε μιά φορά σε λακούβα, τινάχτηκε το μηχανάκι ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Δέ 'ναι ιδά πέρα κανείς και να με πάρ' ασ' κ͑ουϊρούχα μ' και να με ντώκ' ιgιά σο ντουβάρ'; (Δεν υπάρχει εδώ πέρα κάποιος να με πιάσει από την ουρά και να με δώσει μιά πάνω στο ντουβάρι; ) Φλογ. -Dawk.
δ. Στηρίζω κάτι σε κάτι άλλο Φάρασ. : || Παροιμ. Δώτσ̑εν ντα τάττε του σου φακουδού τη ρίζα (Στήριξε τις πατούσες του στης φακής την ρίζα ˙ ειρωνικά για τους τεμπέληδες και τους ά(ν)εργους, που περιμένουν από κάποιον συγγενή τους να τους θρέψει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
ε. Μεσοπαθ., πυροβολώ Φλογ. : Το τ̔ουφέκι τόστεν (Το τουφέκι πυροβόλησε ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
3. Πέφτω Αξ., Σίλ. : Ντώκι κι αdά ένα μήνα έπισι 'ς του ρούχου (Έπεσε και μετά για ένα μήνα ήταν κρεβατωμένος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σκουντούφλησα και να ντώσω (Σκόνταψα και παραλίγω να πέσω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Ντίνω το 'μαυτό μ' ασ' το ντώμα (Δίνω τον εαυτό μου από το δώμα˙ πέφτω από το δώμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' όργο ντώκεν πίσω (Η δουλειά πήγε πίσω˙ η δουλειά καθυστέρησε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Νιφαλός του ντώκι (Ο αφαλός του έπεσε˙ ο αφαλός του λύθηκε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δώdζ̑εν σο νου μου (Πήγε στο νου μου˙ μου ήρθε στο μυαλό) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Συνών. αποδιαβαίνω :1, γκρεμίζω :2, κοιμούμαι :4, ξειλώ :1, πέφτω :1
4. Αποδίδω, παράγω Αξ., Σίλ. : Τ̔αρλά ρώνει χοσ̑ά γέννημα (Το χωράφι δίνει καλό σιτάρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αν φυτρώσ̑' και βγαλ' και ντώκ' σταφύλια, το νιέται νύφ' το κορίτσ̑' να το πάρουμ' εμείς (Αν φυτρώσει και βγάλει φύλα και δώσει σταφύλια, το κορίτσι που (σήμερα) γίνεται νύφη να το πάρουμε εμείς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. βγάλλω :7, σηκώνω :3
5. Η μτχ., τρελός, δαιμονισμένος, «βαρεμένος» Φάρασ. : || Παροιμ. Ο φρόνιμος σώστου να 'νανοστεί, ο δομένο κρού' τσ̑αι δεβαίνει (Ώσπου φρόνιμος να σκεφτεί, ο τρελός χτυπά και φεύγε˙ για τους σχολαστικούς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. διαβολίζω :2, ντελής, τρελός, τσανός