ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δισακκίτσι (ουσ. ουδ.) δισακκίτσι [ðisaˈcitsi] Τζαλ. δισακκίτζι [ðisaˈcidzi] Σινασσ. Από το ουσ. δισάκκι και το υποκορ. επίθμ. -ίτσι.
Δισάκκι ό.π.τ. : || Ασμ. Έχω στο δισακκίτσι μου μαυρόλαβο μαχαίρι
Εκείνο μένα κόφτει με και ’κείνο με με σφάζει
(Έχω στο δισάκκι μου μαυρομάνικο μαχαίρι
Εκείνο με κόβει, εκείνο με σφάζει)
Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
Συνών. δισάκκι, τερκί, χαραμπάς