δισακκίτσι
(ουσ. ουδ.)
δισακκίτσι
[ðisaˈcitsi]
Τζαλ.
δισακκίτζι
[ðisaˈcidzi]
Σινασσ.
Από το ουσ. δισάκκι και το υποκορ. επίθμ. -ίτσι.