ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δισώμι (ουσ. ουδ.) δισώμιν [ðiˈsomin] Φάρασ. δισώμι [ðiˈsomi] Αφσάρ., Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ. βισώμι [viˈsomi] Φάρασ. σ̑ώμ' [ʃom] Μισθ. σέμ' [sem] Αξ., Μισθ., Σεμέντρ. Πληθ. δισώμια [ðiˈsomɲa] Ποτάμ., Σίλατ. σώμια [somɲa] Μισθ., Σίλατ. ζώμια [ˈzomɲa] Αραβαν. σέμια [semɲa] Αξ., Μισθ. Από το μεσν. ουσ. δισωμία = καθεμία από τις δύο ωμοπλάτες και κατά πληθ. η πλάτη γενικώς. Κατά τον Παπαδόπουλο (1958: λ. δισσώμι) και τον Ανδριώτη (Λεξ. Ἀνδρ., λ. δισσωμία) η λ. από το επίθ. δισσός και το ουσ. ὦμος, αν και το επίθ. δισσός δεν απαντά σε δημώδεις παραγωγές (περισσότερα βλ. ΙΛΝΕ, λ. δισώμι).
Ώμος ό.π.τ. : Έπεσε στο δισώμι της και έκλαψε μαύρα δάκρυα (Έπεσε στον ώμο της και έκλαψε με μαύρο δάκρυ) Σινασσ. -Αρχέλ. Ο ντεϊρμενdζ̑ής όλο τράνεινεν σα δισώμια τ' (Ο μυλωνάς όλο κοιτούσε στους ώμους του) Ποτάμ. -Dawk. Έρχουνdαι Τούρτσ̑οι μο τα δύο άβγατα φορτωμένα τσ̑αι σα δισώμε τουν τα τ͑ουφάνκεν τουν (Έρχονται Τούρκοι με τα δύο άλογα φορτωμένα και στους ώμους τους τα τουφέκια τους) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Είδαν α νομάτ' έσ̑ει το τουφάνκι σο δισώμιν ντου (Είδαν τον άνθρωπο που έχει το τουφέκι στον ώμο του) Φάρασ. -ΑΠΥ-Bağr. Σουλαΐζ' ντου σ̑ώμ' ιμ' (Πονά ο ώμος μου) -Κοτσαν. Το τσ̑ουβάλ' έπαρ' το στα σέμια σ' (Το τσουβάλι πάρ' το στους ώμους σου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σέρου 'ου παλτό σα σώμια μ' (Ρίχνω το παλτό στους ώμους μου) Μισθ. -Φατ. Έθηκα αν ξύλο σο δισώμι μου (Έβαλα ένα ξύλο στον ώμο μου) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376 || Φρ. Ντιαβόλ' σέμαν 'ς τα σέμια τ' (Δαιμόνια μπήκαν στους ώμους του˙ σκέφτεται πονηρά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Βγκαλίνει 'σ' το δισώμι μου ζυγώρι (Βγάζει από τον ώμο μου λουρί˙ με εκμεταλλεύεται άγρια ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Εννιά ανgέλοι κατέβανε και δώδεκα αρχανgέλοι
Κατέβαν κι ετσακίστανε στου Κωνστανdίν' τα σώμια
(Εννιά άγγελοι κατέβηκαν και δώδεκα αρχάγγελοι,
Κατέβηκαν, και κληρώθηκαν (να πέσουν) στου Κωνσταντίνου τους ώμους)
Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.
Καταφορεί τα σέμια του, φορών' τσ̑ι ντου καβάι τ' (Φορά στους ώμους του, φορά και το καβάδι του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ώμος