ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δόκι (ουσ. ουδ.) δόκι [ˈðoci] Ανακ., Σινασσ., Φλογ. δόκ' [ðok] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. δότσ̑ι [ˈðotʃi] Αφσάρ., Φάρασ. δόdζ̑ι [ˈðodʒi ] Τσουχούρ. ντόκ' [dok] Αξ. Πληθ. δόκια [ˈðoca] Σινασσ., Φλογ. δόdζ̑ε [ˈðodʒe] Φκόσ. Από το αρχ. ουσ. δόκιον = δοκάρι. Για την χρονολόγηση της λ. βλ. ΙΛΝΕ λ. δόκι.
1. Δοκάρι ό.π.τ. Συνών. γαλάς :1
2. Ειδικότ., τα βαριά οριζόντια δοκάρια που συμπιέζουν τον λιναρόσπορο στο ελαιοπιεστήριο ό.π.τ. : || Φρ. Δοκιού το σπίτ' (Το σπίτι του δοκαριού˙ πιεστήριο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361